Κυριακή 24 Ιουλίου 2011

«Αγανακτισμένοι»

Ο Αριστοτέλης επισημαίνει στις οντολογικές αναζητήσεις του ότι «το ατύχημα αποκαλύπτει την ουσία» (1). Αν λοιπόν δεχτούμε πως και στην «οντολογία» της κυπριακής ιδιαιτερότητας το ατύχημα θα μπορούσε να μας αποκαλύψει την ουσία, πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε ότι η πιο πάνω προοπτική εξανεμίζεται τις τελευταίες μέρες μέσα σε διχαστικές προσωποποιήσεις και σε άστοχες μεταθέσεις. Η «πολιτική ηγεσία» γενικότερα (όλα τα κόμματα και όλοι οι πολιτικοί) και η «κυβέρνηση» ειδικότερα (το ΑΚΕΛ και ο Πρόεδρος ο ίδιος), αποτελούν τους προφανείς στόχους που προσδιορίζουν - και ταυτόχρονα περιορίζουν - τα αιτήματα της ελληνοκυπριακής κοινής λογικής. Στην πιο πάνω διαδικασία συλλογικής αυτό-άφεσης ξεχνάμε όμως πως πέρα από τις εγκληματικές ευθύνες των κυβερνώντων πρώτα και της αντιπολίτευσης έπειτα, της δημοσιογραφίας που υβριστικά αυτοχαρακτηρίζεται «ερευνητική», και των ανίδεων «εμπειρογνωμόνων» πάσης φύσης, ευθυνόμαστε κι εμείς. Ευθυνόμαστε για την αναγωγή της ελαφρότητας σε ιδεολογία.

Την έκρηξη της 11ης Ιουλίου ακολούθησε ένα ωστικό κύμα παλινδρόμησης στις σκοτεινές καταβολές του κυπριακού κράτους. Κύμα που όξυνε και πόλωσε τη ρητορική της συλλογικής μας μικροπρέπειας, περιορίζοντας συνάμα στο ελάχιστο κάθε πιθανότητα αναγνώρισης της πολύπλοκης κυπριακής ιδιοσυστασίας και των σκοτεινών της συμπλεγμάτων. Έτσι, από τη μια, η εναποθετική μυθολογία του «καταραμένου Ιούλη» και, από την άλλη, η ξύλινη γλώσσα της κομματικοποιημένης μας αρχαιολογίας, μετατρέπουν θλιβερά τον πολιτικό λόγο σε ποδοσφαιρικό κακέκτυπο. Με δεδομένο το πιο πάνω αδιέξοδο της «κακής» μας «πίστης» (2), φόρεσε τελικά και το συλλογικό συναίσθημα την εισαγόμενη σημασιολογία της «αγανάχτησης», εγκαταλείποντας και αυτό με τη σειρά του την πιθανότητα του να νιώσει «πρωτότυπα». Έτσι που τελικά, μετά τα συνταρακτικά γεγονότα, να μην προκύπτει τίποτα νέο πέρα από την ασχολίαστη αναπαράσταση των βασικών σχημάτων του πρόσφατου ή και βαθύτερου μας παρελθόντος.

Προβληματισμένος με τα σημεία αποφάσισα από την πρώτη κιόλας στιγμή να διαχειριστώ ανεξάρτητα το συναίσθημα μου. Επέστρεψα όμως, ως αθεράπευτα ρομαντικός, στις συγκεντρώσεις, για να διαπιστώσω αυτό που φαντάστηκα: την εξομάλυνση δηλαδή οξύμωρων ανάλογων με αυτά που αναπτύχθηκαν στους επικήδειους λόγους και στην παραχάραξη των ΜΜΕ. Γιατί αναστήθηκε ο Αυξεντίου και ο Παλληκαρίδης τώρα που «αγωνιζόμαστε» ενάντια στους ίδιους τους εαυτούς μας; Γιατί διαβεβαιώνουμε ετεροχρονισμένα τους νεκρούς που «οι πολιτικοί οδήγησαν στο θάνατο» ότι τελικά «ώρισαν και φυλάγαν Θερμοπύλες»; Πως γίνεται να ζητάς «δικαίωση για φόνο» και να αποδίδεις στα «θύματα» κλέη και τιμές ηρώων; Τι θέση έχει τελικά ο εθνικός ύμνος στα αυτο-γκολ του κράτους;

Πολλά έχουν ειπωθεί για την εφεύρεση και οργάνωση των εθνικών αφηγημάτων. Τις τελευταίες μέρες μου φαίνεται όμως πως βιώνουμε τη ζωντανή ανάπτυξη της πιο πάνω ιστορικής θεώρησης. Έτσι δικαιολογνται οι φωνές για την αναβάθμιση της Εθνικής Φρουράς, ενώ το αίτημα θα έπρεπε να είναι αντιμιλιταριστικό. Έτσι εξηγείται πως τραγουδούμε πατριωτικά εμβατήρια ενώ θα περίμενε κανείς τα τραγούδια ενός υπερεθνικού ανθρωπισμού. Αυτός είναι ο λόγος που στην ηρωικότητα του λαϊκού αλτρουισμού προβάλλουμε το άτοπο βάρος του «εθνικού ήρωα». Επειδή το συλλογικό συναίσθημα στη νεωτερικότητα, παράγεται και προάγεται αποκλειστικά σε εθνικό συναίσθημα. Γιατί δηλαδή δεν μπορούμε να «νιώσουμε μαζί» πέρα από τον περιορισμό μας σε εθνικά υποκείμενα. Την πιο πάνω διαπίστωση ήρθε να επιβεβαιώσει στις 14 Ιουλίου και η πολωτική κενότητα του προεδρικού διαγγέλματος που ατυχώς θεώρησε «εννοούμενη» την ουσία για να αναπτύξει τελικά ένα μόνο επιχείρημα, τη μανιχαϊστική αρνητική φιλολογία του γενικού ορυμαγδού. Και έτσι οι εναποθέσεις συνεχίστηκαν και μεταφέρθηκαν στο «πραξικόπημα», στην «προδοσία» και τα γνωστά συμφραζόμενα. Προκειται τελικά για την ριζοσπαστική υπερβολή του γνωστού «πατριωτικού σχίσματος», τονισμένου αυτή την φορά με συνθηματολογία εμφύλιας και ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης: δηλαδή η άσπιλη ιδέα του έθνους (που υποστηρίζεται στην προκειμένη από την σημασία και τους συμβολισμούς του στρατού) έναντι στο «διεφθαρμένο κράτος» (που τυγχάνει να διοικείτε από το ΑΚΕΛ).

Δεν θα επιστρέψω λοιπόν στις συγκεντρώσεις των «αγανακτισμένων». Κι ας συμφωνώ πως η κυβέρνηση απέτυχε γενικότερα και αποτυγχάνει στη συγκεκριμένη συγκυρία να διαχειριστεί τα λάθη της. Γιατί αρνούμαι να συμμετάσχω στους αυτοματισμούς ενός βραχυκυκλωμένου εθνικισμού. Γιατί δεν εναποθέτω τη σκέψη μου μα ούτε και το σώμα μου στην ισοπέδωση που επιβάλλει η «αγανάχτηση» και οι φοβικές της καταβολές. Αν χειροκροτούμε όλοι μαζί, δεν σημαίνει πως χειροκροτούμε για τον ίδιο λόγο. Αυτό είναι λοιπόν το βασικό μου προσωπικό αίτημα: μπορούμε να σωθούμε τώρα που διαπιστώνουμε πως αποξενωθήκαμε από το παρόν; Θα καταφέρουμε τελικά να δούμε την ουσία που μας αποκαλύπτει το ατύχημα; Ή θα συνεχίσουμε να βουλιάζουμε στη συμπτωματολογία του παρελθόντος;

(1) Ο Αριστοτέλης θέτοντας τις φιλοσοφικές βάσεις του αντινομικού του συστήματος εισάγει με τον πιο πάνω αφορισμό μια βασική σταθερά στη δυτική διανόηση: την πιθανότητα εξέτασης του διδακτικού νοήματος στη σχέση «λάθους» και «ουσίας». Προβληματική που μετουσιώνεται κατά τον 20ο αιώνα σε αναλυτική κυριολεξία, όταν ο S. Freud θα εντοπίσει στις παραπράξεις - και ειδικά στο «γλωσσικό ολίσθημα» - τη βασική οδό για την εξερεύνηση της «ουσίας της ψυχής»: δηλαδή του υποσυνειδήτου.

(2) Ο όρος «Κακή Πίστη» ανήκει στον υπαρξιστή φιλόσοφο Jean-Paul Sartre και περιγράφει το φαινόμενο όπου κάποιος αρνείται την ελευθερία επιλογής (και κατά συνέπεια την ευθύνη για την ίδια του την ύπαρξη), λειτουργώντας μη αυθεντικά. Ο άνθρωπος για τον υπαρξισμό είναι ελεύθερος να επιλέξει ακόμα και μπροστά στις πιο δύσκολες συνθήκες. Αυτό προϋποθέτει την οργάνωση στόχων και την θέσπιση ενός «σχεδίου» ζωής (projet).


Νεόφυτος Επιφανείου
Κύπρος, 20/7/2011

(Δημοσιεύτηκε στον Πολίτη με τίτλο "Ανοικτό παράθυρο στοθσ 40°C ύπο σκιά", στις 24/07/2011)