Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Φανταστική ερμηνεία του κόσμου μετά το ρεσάλτο από το Ισραήλ στην νηοπομπή ανθρωπιστικής βοήθειας για την Παλαιστίνη

Οι ισραηλίτες περπάτησαν επί των υδάτων για τους Αγίους Τόπους.
Οι παλεστίνιοι περπάτησαν επί των υδάτων για να πνιγούν.
Shot/reverse shot
Ο εβραικός λαός εντάχθηκε στην αφήγηση.
Οι παλεστίνιοι, στο ντοκυμαντερ.
(Jean-Luc Godard, Notre Musique)

Χτες ονειρεύτηκα πρώτα τη θάλασσα κι έπειτα πως δεν υπήρχε πια. Οι άνθρωποι περπατούσαν έτσι από τη μια χώρα στην άλλη και έπαιρναν ό,τι έβρισκαν και σκότωναν όποιον ήθελαν. Η ξηρασία άρχισε με το τέλος της αδελφοσύνης, όταν χιλιάδες γυναίκες, άντρες και παιδιά, ανέβηκαν σε πλοία και σχημάτισαν μιαν ατέρμονη νηοπομπή. Η ουρά αγκάλιαζε όλη τη γη και οι ουραγοί αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλο. Ξεκίνησαν λοιπόν ένα πρωί για να σταματήσουν την πολιορκία μιας άτυχης χώρας, που πολιορκήθηκε για τόσα πολλά χρόνια έτσι που δεν της έμεινε παρά μόνο μία λωρίδα γης. Οι κάτοικοί της ζούσαν στο σκοτάδι. Κοιμούνταν στο κρύο. Δεν έπιναν. Δεν έτρωγε κανείς. Ήλπιζαν μόνο. Κάθονταν με τα μάτια κλειστά και κοίταζαν τον ουρανό. Οι πολιορκητές σκότωσαν όσους προπορεύονταν. Κάποιοι είπαν από αμηχανία, άλλοι είπαν από περηφάνια. Το μόνο σίγουρο είναι πως είχαν συνηθίσει τόσο πολύ να σκοτώνουν που το έκαναν δίχως να σκέφτονται πια.

Ήμουν στο τελευταίο καράβι. Άκουσα τους πρώτους να τραγουδούν το Ορατόριο της Αδελφοσύνης. Το τραγουδούσαν όλοι μαζί, όσο πιο δυνατά μπορούσαν. Τους σκότωσαν όλους, τον ένα μετά τον άλλο. Χίλιες φωνές, οκτακόσιες, τριακόσιες, πενήντα, δέκα φωνές, το κουαρτέτο της αλληλεγγύης, το τρίο της συμπόνοιας, το ντουέτο της ειρήνης, η άρια της απόγνωσης. Οι πολιορκητές άρχισαν τότε να ρουφούν τη θάλασσα για να ξεδιψάσουν. Ήπιαμε κι εμείς όσα μας χρωστούσε. Έτσι, εκεί κάπου μεταξύ του τέλους της θάλασσας και της υπέρμετρης αδικίας όλα άλλαξαν.

Έκτος του βασικού. Ένας νέος, λίγο πριν ξεψυχήσει, το φώναξε. Είπε πως αλλαγή δεν υπάρχει και πως αυτό που ονομάζουμε αλλαγή δεν είναι παρά η επέκταση της λήθης. Βλέπετε, στους σκοτεινούς τους κύκλους οι άνθρωποι επαναλαμβάνουν να ξεχνούν και έτσι δεν αλλάζουν. Όταν ήταν πια νεκρός μίλησε ξανά. Με φωνή γέρου είπε πως καθένας επιστρέφει ότι δεν μπορεί να κρατήσει πια σε αυτόν που δεν μπορεί να το βαστάξει και έτσι βλασφήμησε την εκλεκτική συνύπαρξη των εκ του πονηρού άσπονδων συγγενών, της λήθης και της μνήμης. Αν όλοι ξεχνούσαμε μόνο δεν θα υπήρχε ο χρόνος - ούτε και τα επιχειρήματα του -, δεν θα υπήρχε υπεροχή, διαφορά, μα ούτε και συνέχεια, θα ήταν όλα ίδια, θα ήταν όλα παύση. Αν πάλι μόνο θυμόμασταν, θα ήμασταν σκυφτοί, άκαμπτοι, θα συντηρούσαμε τη συνέχεια, την επέκταση, την αύξηση, τη διαδοχή και τις λεπτομέρειές τους. Έτσι, η λήθη και η μνήμη, το σημαντικό και το ασήμαντο, το καλό και το κακό, η νύχτα και η νύχτα έγινα όλα ένα, Άνθρωποι.

Έφτασαν Κυριακή. Τους είπαν φύγετε από δω, γιατί εδώ κάποτε ήμασταν εμείς και ακόμα εμείς είμαστε. Τι κι αν πέρασαν χιλιάδες χρόνια, τι κι αν τα δέντρα ξεράθηκαν, μας την υποσχέθηκε ο Θεός της Αποκλειστικότητας και από σήμερα θα είναι και πάλι μόνο δικό μας. Συμφώνησαν και όλοι οι άλλοι που έψαχναν εξιλέωση, και πριν θάψουν τα νεκρά σώματα, πριν ξαναχτίσουν τα χαλασμένα σπίτια, το παρελθόν ανάχθηκε σε ιδεολογία, το χτες έγινε η επαύξηση του αύριο και η βία παρέμεινε ο αγωγός των πάντων. Είπαν, για να μπορεί να θυμάται κανείς, πρέπει πρώτα να ξεχνά και εξαλείφθηκε έτσι και η τελευταία ελπίδα να τελειώσει το απάνθρωπο με τον άνθρωπο, καθώς θύτες και θύματα άλλαζαν ρόλους μέσα στα χρόνια και μέσα στα λόγια. Η ανάμνηση του κακού είχε γίνει πιο σημαντική από τη διάπραξη του κακού.

Αυτοί δεν έφυγαν. Τη γη την ξέραν για δική τους. Τους την είχε υποσχεθεί ο δικός τους Θεός. Ήταν η γη των Ασυμφωνούντων Θεών. Kαι με το που πέθαναν οι Θεοί έμειναν οι άνθρωποι να διεκδικούν τις υποσχέσεις της παρωχημένης θεότητας. Ένα ψάρι πίνοντας την τελευταία σταγόνα νερό φώναξε πως δεν υπάρχει ελπίδα καμιά τώρα που στέρεψε η θάλασσα, ό,τι τελευταίο είχε απομείνει να ενώνει τους ανθρώπους, εκλεκτούς και εκλεκτούς, ένθεν κι ένθεν. Η βροχή; είπε ένα παίδι. Μας απέμεινε τουλάχιστον η βροχή.


Νεόφυτος Επιφανείου
Παρίσι, 15/6/2010

(Δημοσιεύτηκε στον Πολίτη στις 4/7/2010 - Κωδικός άρθρου: 955436)