Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Η ενδοοικογενειακή κινητικότητα του ελληνοκυπριακού εθνικισμού

"Λοιπόν, πολύ κάθησε
απάνω απ' τα κεφάλια μας η Ακρόπολη"
Κώστας Μόντης


Οι σύγχρονοι ιστορικοι και κοινωνικοί επιστήμονες εξετάζουν την έννοια του έθνους ως “φαντασιακή κοινότητα” (1), γεγονός που απομυθοποιεί την “φυσικότητα” και “αυθεντικότητα” των καταβολών του και που αποκαλύπτει ταυτόχρονα το ανυπόστατο της “εθνικής συνέχειας” που προϋποθέτει. Τελικά, προβάλλοντας την αποσπασματικότητα, που συστηματικά συγκάλυψαν οι εφευρέτες του εθνικισμού, το έθνος γίνεται κατανοητό στις μέρες μας ως ένα καλοδουλεμένο αφήγημα. Η προσέγγιση αυτή συνεπάγεται σε ένα πρώτο επίπεδο την επιστημονική ακύρωση της “αυθεντικότητας” των “εθνικών συνεχειών”, αλλά δεν προδιαγράφει αυτόματα το εθνικό συναίσθημα ως λιγότερο “αυθεντικό”. Για την ακρίβεια τα δυο πιο πάνω ενώ αναπτύσσονται αρχικά μαζί, φαίνεται στην συνέχεια να λειτουργούν ανεξάρτητα.

Όπως κάθε συναίσθημα, έτσι και το “εθνικό συναίσθημα” εκδηλώνει την “αυθεντικότητα” του (και με αυτό εννοώ την συναισθηματική ένταση με την οποία βιώνεται ως “αυθεντικό”) πέραν του “πραγματικού”, με τρόπο που ο ιστορικός χρόνος και χορός να επικυρώνεται τελικά (σε συναισθηματικό επίπεδο) ανεξάρτητα από την εγκυρότητα των γεγονότων που περιγράφει. Αυτό προϋποθέτει ότι στην φορτισμένη έννοια της “αυθεντικότητας” αποκτά ανάλογη σημασία η ένταση με την οποία αναπτύσσεται η σχέση μεταξύ αντικειμένου και υποκειμένου στον “πραγματικό” (συνγκεκριμένο) ή “φανταστικό” (αφηρημένο) χορό. Η συναισθηματική δομή του εθνικισμού λειτουργεί για παράδειγμα όπως στην αντίστοιχη περίπτωση των παθών από τον έρωτα, όπου η εμπειρία του πόνου για την έλλειψη του αγαπημένου δεν είναι απαραίτητα λιγότερο αυθεντική όταν το υποκείμενο αναφέρεται σε μια υπάρχουσα σύνδεση (με κάποιον εξωτερικό παράγοντα όπως το θάνατο να καθιστά τη σχέση αδύνατη), ή αντίθετα σε μια φανταστική σύνδεση (όπως αυτή του μονοδιάστατου έρωτα που δεν βρίσκει ανταπόκριση). Και στις δύο περιπτώσεις η προσδοκία είναι το ίδιο αβάσταχτη στην ψυχολογία του ανικανοποίητου ερωτευμένου (2), καθώς κάτι μπωρεί τελικά να βιώνεται ως “πραγματικό” χωρίς να βρίσκεται απαραίτητα στη “πραγματικότητα”.

Στο πιο πάνω ήδη φορτισμένο πλαίσιο εικασιών η κυπριακή ιδιαιτερότητα περιπλέκεται περαιτέρω, καθώς θέλει τις σχέσεις του κράτους και του έθνους να εξελίσσονται πέρα από το κλασικό σχήμα του έθνους-κράτους (ένα κράτος για ένα έθνος ή αντίστροφα). Στην δίπολη κυπριακή περίπτωση παρατηρούνται δυο εθνικές ταυτότητες και δυο εθνικισμοί να αντιστοιχούν σε ένα μόνο κράτος (“ελληνοκύπριοι”/“έλληνες” και “τουρκοκύπριοι”/“τούρκοι” στην Κυπριακή Δημοκρατία). Με αυτό σαν βάση και με τις γνωστές περιπλοκές από το 1960 στο 1974 και από το 1974 στις μέρες μας, η “αυθεντικότητα” του ελληνοκυπριακού εθνικισμού εκδηλώνει ένα χαρακτήρα εξαιρετικά ευμετάβλητο. Το ελληνοκεντρικό συναίσθημα που αναπτύσσεται στο νησί, παρουσιάζεται ενδυναμωμένο σε ένα πρώτο επίπεδο από τον αγώνα των εθνικών διεκδικήσεων (αγώνας της ΕΟΚΑ για Ένωση) και διαμορφώνεται ριζικά στην συνέχεια από την αποτυχία της εθνικής ολοκλήρωσης (ανεξαρτησία, πραξικόπημα, εισβολή, διχοτόμηση), έτσι που τελικά, στη σημερινή απαραίτητη μετάλλαξη της αρχικής ελληνοκεντρικής γραμμής, το “εθνικο συναίσθημα” να αναπτύσσεται μέσα από μια σειρά αντιφατικών αυτοπροσδιορισμών. Την τελευταία αυτή πορεία θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς ως πορεία “αυτο-διπλωματίας”, και με αυτό εννοώ την ανεξάρτητη πραγμάτευση του “εθνικού συναισθήματος” από τις ελληνοκεντρικές καταβολές του, προς μια νέα κατεύθυνση που επιδιώκει να αμβλύνει το ανολοκλήρωτο της αρχικής ελληνοκεντρικής εθνικής διεκδίκησης. Στην διαδικασία αυτή διατηρουντάι παράδοξα οι μηχανισμοί (και σε καποίες περιπτώσεις και η ρητορική) της αρχικής ενωτικής εθνικιστικής ιδεολογίας ενώ παραλληλά παρατηρείται η μετάλλαξη του ελληνοκεντρικού εθνικισμού σε ελληνοκυπριακό εθνικισμό.

Οδηγήθηκα στις πιο πάνω σκέψεις όταν διάβασα στον δωρεάν καλοκαιρινό οδηγό του Ημικρατικού Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (Cyta), μια νέα δραματική “ολίσθηση” στις ενδοοικογενειακές σχέσεις του ελληνοκυπριακού εθνικισμού. Η εμποτισμένη ιδεολογικά σύνοψη της κυπριακής ιστορίας που συναντιέται σε κάθε τέτοιο οδηγό προτείνει στην περίπτωση αυτή ένα νέο χαρακτηρισμό για τη σχέση των Ελληνοκυπρίων με την Ελλάδα.Το γνωστό σχήμα της “Μητέρας Πατρίδας” και της αγωνιζόμενης για λύτρωση μεγαλόνησου (3) αντικαθίσταται σταδιακά από τον χαρακτηρισμό “τα αδέρφια μας οι Έλληνες”. Ενώ λοιπόν τα δυο πιο πάνω συνυπάρχουν στον πολιτικό και καθημερινό λόγο, η αυξημένη χρήση του δεύτερου μπορεί να θεωρηθεί η πρώτη λεκτική χειραφέτηση στους αυτοπροσδιορισμούς της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Η νέα εισήγηση της Cyta θέλει τελικά τους Έλληνες να είναι απλά “κοντινά ξαδέρφια” των Ελληνοκυπρίων. Η διατύπωση μεταφράζεται ως εξής απο τα αγγλικά: “Παρόλο το πολυτάραχο παρελθόν, ή ίσως και εξ’αιτίας αυτού, εμείς οι Κύπριοι αναπτύξαμε τον χαρακτήρα ανθεκτικών ανθρώπων, ένα ξεχωριστό χαρακτήρα που διαφοροποιείται ακόμη και από τα κοντινότερα μας ξαδέρφια, τους έλληνες” (4). Η ευμετάβλητη γενεαλογία των Κυπρίων, 50 χρόνια μετά την επιβεβλημένη ανεξαρτησία, αμφισβητεί σε αυτή την περίπτωση την αυστηρή γενετική σύνδεση που προϋποθέτουν οι οικογενειακοί βιολογικοί δεσμοί. Ας ελπίσουμε ότι η εφηβική ανατρεπτικότητα θα οδηγήσει τελικά σε μια περίοδο αναγνώρισης και αυτογνωσίας και όχι στη συμβιβασμένη ενηλικίωση ενός αδιαπραγμάτευτου παρελθόντος.

(1) Το βιβλίο του Benedict Anderson “Φαντασιακές Κοινότητες. Στοχασμοί για τις απαρχές του εθνικισμού” από όπου προέρχεται ο όρος αποτελεί μια απο τις σημαντικότερες συμβολές στη θεωριτική μελέτη του εθνικισμού.

(2) Ενδεικτικά αναφέρω πως η μεταφορά του “έρωτα για την πατρίδα” αποτελεί ένα κλασικό σχήμα εθνικιστικής ποιητικής έκφρασης. Το παράδηγμα της έλλειψης του ερωτικού αντικειμένου και η έννοια του αλύτρωτου πατριωτισμού χρήζει συγκριτικής ανάπτυξης σε ένα άλλο πλαίσιο.

(3) Πολλές τέτοιες αναφορές υπάρχουν στη λαϊκή και λόγια καλλιτεχνική παραγωγή των Ελληνοκύπριων. Βλέπε ενδεικτικά τον τίτλο ποιήματος του Βασίλη Μιχαηλίδη: “Η Κύπρος ‘στημ μάναν της”, και το στίχο από το ποίημα “Η Κύπρος προς τους λέγοντας οτι δεν είναι ελληνική”: Δωσ΄με κ’έμεν της μάνας μου να με σφιγκταγκαλιάση / Για να χαρή τούτ’ η καρδιά ν’ αννοίξη να γελάση”). Τη σχέση αυτή περιγράφει και ο Γιάννης Παπαδάκης στο βιβλίο του “Η ηχώ της νεκρής ζώνης” μέσα από τις διαφοροποιήσεις που παρουσιάζει στις δυο κοινότητες: “Σιγά σιγά ένιωσα έτοιμος για να κάνω το επόμενο βήμα. Να πω την αλήθεια: «Είμαι από την Κύπρο». Αυτό, όμως, δημιουργούσε προβλήματα και σύντομα αναγκάστηκα να σταματήσω, ιδιαίτερα όταν μιλούσα τουρκικά. «Ω, από τη μικρή πατριδούλα; Καλωσόρισες στη μητέρα-πατρίδα», αναφώνησε ένας πλανόδιος πωλητής. «Μικρή πατριδούλα» έλεγαν την Κύπρο οι Τούρκοι. «Μητέρα-πατρίδα» ήταν η Τουρκία. Ο πλανόδιος πωλητής νόμισε ότι ήμουν Τουρκοκύπριος. Του εξήγησα ότι ήμουν Ελληνοκύπριος, αλλά δεν πείστηκε. «Μα, μοιάζεις με Τούρκο», διαμαρτυρήθηκε. Η εξωτερική μου εμφάνιση θα μου προκαλούσε συχνά μπελάδες. Mάλιστα, έπιανα και τον εαυτό μου να σκέφτεται με τον ίδιο τρόπο: «Δεν μοιάζει τούτος με τον φίλο μου τον Κώστα από την Λεμεσό;» ή «Κι αυτή με την Μαρία;» Χρειάστηκε λίγος καιρός για να κατανοήσω αυτές τις αντιδράσεις. Μεγαλώσαμε πιστεύοντας ότι ήμασταν απολύτως διαφορετικοί, όπως η μέρα με τη νύχτα, το άσπρο με το μαύρο, οι άνθρωποι και τα τέρατα.”
Γιάννη Παπαδάκη, Η ηχώ της Νεκρής Ζώνης. Οδοιπορικό στη διαιρεμένη Κύπρο, Σκρίπτα, 2009

(4) “(…) despite a turbulent past, or perhaps because of it, we Cypriots have grown into a resilient people, with a distinct character that differs even from our closest cousins, the Greeks”
Cyprus holiday Guide with a comprehensive classified directory, edition 2010, Free copy, Cyta, 2010


Νεόφυτος Επιφανείου
Νέα Υόρκη, 18/9/2010

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικο Ρεύμα, Νοέμβριος 2010, τεύχος 8)

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Το Νόμπελ μας

“Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν' αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις.”
Οδυσσέας Ελύτης: Ομιλία κατά την απονομή του Βραβείου Νόμπελ
(Στοκχόλμη, 8/12/1979)

“Είμαι εναντίον των βραβείων γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατώτερου μου - και κάποτε πρέπει να απαλλαγούμε από την συγκατάβαση των μεγάλων. Παίρνω βραβείο σημαίνει παραδέχομαι πνευματικά αφεντικά - και κάποτε πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά από την ζωή μας”
Ντίνος Χριστιανόπουλος, “Είμαι Εναντίον”


Από μικρός ένιωθα άβολα με τους πανηγυρισμούς νίκης οποιασδήποτε αρχής (εθνικής, κομματικής, αθλητικής ή άλλης), ενώ τελικά κατέληγα σε αυτούς με τη ρομαντική προσδοκία της συμμετοχής. Έτσι σε κάθε νίκη - τι κι αν ήταν για το ΔΗΣΥ, το ΔΗΚΟ, το ΑΚΕΛ, για την ΑΕΛ ή τον ΑΠΟΛΛΩΝΑ - έφτανα διστακτικά στο σιντριβάνι του Αγίου Νικολάου, τη δημόσια σκηνή όπου εδώ και χρόνια συντελούνται οι παραστάσεις διάκρισης των Λεμεσιανών. Ανίκανος να ενσωματωθώ και με ακόμη πιο έντονο το συναίσθημα της μοναχικότητας, παρακολουθούσα τελικά τα σώματα των άλλων να οργανώνονται (ή να αποδιοργανώνονται) στο ανώνυμο συλλογικό, αυτό το άθροισμα όπου όλοι υπάρχουν μέσα από μία φωνή, μία βούληση και ένα συναίσθημα. Με τον καιρό κατάλαβα πως η αστική φοβία ακύρωσης της ατομικότητας ήταν αυτό που με φόβιζε περισσότερο. Η εξάλειψη δηλαδή της σημαντικής διαφοράς που μας κάνει να ξεχωρίζουμε μέσα από το σύνολο, να εκφράζουμε την άποψη μας, να διαφοροποιούμαστε, να χρωματίζουμε τα επιχειρήματα μας, κοκ. Αυτή η διαφορά - που στην ουτοπική υπερβολή της θα επέτρεπε η άμεση δημοκρατία να είναι η πλέον δημοκρατική και η διαλεκτική να είναι η μόνη βάση διαπραγμάτευσης της γνώσης και της επιθυμίας - αναιρείται εντελώς στους πανηγυρισμούς καθώς παραδίδεται στο σύνολο τόσο το σώμα (ομαδοποίηση) όσο και το πνεύμα (συνθηματολογία). Μέσα στον ορυμαγδό, δεν δοξάζεται τελικά ο προσωπικός αγώνας του αθλητή (ή άλλου) που ευθύνεται για την νίκη, αλλά αντ’ αυτού ένα αφηρημένο και γενικευμένο συναίσθημα υπεροχής. Με τη λειτουργία της μεταβίβασης ικανοποιούνται έτσι κρυφές συλλογικές επιθυμίες, υποβαθμίζεται η σημασία του αγώνα ως διαδικασία και η νίκη μετατρέπεται σε σύμπλεγμα προσβολής του ηττημένου (η γνωστή χαρά τις “κουρτουνιάς”).

Η πρόσφατη απονομή του βραβείου Νόμπελ οικονομίας στους Χριστόφορο Πισσαρίδη, Πίτερ Ντάιαμοντ και Ντέιλ Μόρτενσεν επανέφερε το πιο πάνω σχήμα θριαμβολογίας. Οι δυο ξένοι επιστήμονες παραμερίστηκαν εντελώς από τα μέσα ενημέρωσης, που με εκφραστικά σχήματα όπως “Νόμπελ στην Κύπρο μας”, “το τρίτο Νόμπελ για τον ελληνισμό” και “Πήραμε το Νόμπελ”, μετέτρεψαν μια από τις πλέον ατομικιστικές διακρίσεις σε πατριωτικό έως και εθνικό θρίαμβο. Η εν λόγω χρήση του πρώτου πληθυντικού είναι προκλητική και γεννά μια σειρά από εύλογα ερωτήματα: Ποιοι είστε “εσείς”; Πότε ακριβώς “εσείς όλοι” γίνατε οικονομικοί αναλυτές; Γιατί ανήκει και σε “εσάς” το Νόμπελ; Και εάν το Νόμπελ ανήκει σε κάποιον πέραν του Πισσαρίδη γιατί δεν ανήκει στους Βρετανούς, όπου σε ένα ανάλογο σχήμα αιτιολόγησης τον μόρφωσαν, τον εργοδότησαν και τον υποστήριξαν;

Σε αυτό το πλαίσιο πιστεύω να είναι βοηθητική η ανάλυση που προτείνει ο Άκης Γαβριηλίδης (1) σχετικά με τη χρήση της κτητικής αντωνυμίας “μου” μετά το ουσιαστικό “λαός” (2). Ο Γαβριηλίδης εντοπίζει τις καταβολές του πιο πάνω στη “λαογραφία του 19ου αιώνα, η οποία καθιέρωσε το συγκεκριμένο γλωσσικό σύνταγμα (π.χ “θρύλοι και παραδόσεις του λαού μας”)”, επιτρέποντας έτσι στον κτήτορα να κατέχει μια “θέση αινιγματική” (3) και να σκέφτεται το λαό “ανθρωπομορφικά, ως ένα (ενιαίο) υποκείμενο σκέψεων, δηλώσεων και πράξεων”. ‘Ενα παρόμοιο λοιπόν εύρημα χρησιμοποιεί ο ίδιος ο “λαός” κατά τις πανηγυρικές εξάρσεις του. Ο προσδιορισμός ενός ομογενοποιημένου “λαού” που οικειοποιείται η ηγεμονική εξαίρεση αντιστρέφεται λοιπόν σε αυτή την περίπτωση απο τον ίδιο τον “λαό” για να οικειοποιηθεί την προσωπική εξαίρεση κάποιου άλλου. Πρόκειται για αντιδάνειο στη κατά συρροήν εθνική μας συμφεροντολογία, αυτή την συμφεροντολογία που προϋποθέτει πως οι έννοιες “έθνος, γένος, λαός, φύλο και φυλή, δεν χρησιμοποιούνται επιστημονικά αλλά συναισθηματικά, προδίδοντας τις προκαταλήψεις του ομιλούντος και τα συμπεράσματα τα οποία προσπαθεί αυτός να εκβιάσει”(4). Είναι λοιπόν σε αυτό το ελαστικό σημασιολογικό πεδίο όπου αναπτύσσονται οι λέξεις και όπου επιτρέπεται η συναισθηματική κατάχρηση τους. Είναι σε αυτό το απροσδιόριστο συναισθηματικό τοπίο όπου εκπληρώνονται οι καταχρήσεις εννοιών και περηφάνιας κάθε είδους, ένθεν και ένθεν.

(1) Άκης Γαβριηλίδης, Η αθεράπευτη νεκροφιλία του ριζοσπαστικού πατριωτισμού: Ρίτσος – Ελύτης – Θεοδωράκης – Σβορώνος, Future, 2007
(2) “Λαός μου” σε πρώτο ενικό ή “λαός μας” σε πληθυντικό πρόσωπο
(3) “ο ίδιος “ο ομιλών”, [αφήνει] ασαφές εάν αυτοθεωρείται ως μέρος του κτήματος»
(4) Βίβλους κατά βαρβάρων, Μανόλης Σαββίδης, Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2005.

Νεόφυτος Επιφανείου
19/10/2010

(Δημοσιεύτηκε στον Πολίτη στις 24/10/2010)

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Εσσιέβερεβε σε ματζόρε: Κριτική για την εμβληματική εκδήλωση της 1ης Οκτωβρίου

Στις πατριωτικές καλλιτεχνικές ερμηνείες, η αισθητική των Ελληνοκυπρίων προκύπτει γενικότερα ως μια οξύμωρη σύγκλιση ελεγείας και μνημοσύνου, όπου περηφάνια και τραύμα, υπεροψία και θυματοποίηση, ηρωισμός και προδοσία, συνεργάζονται παράδοξα για την δημιουργία ενός υπέρ-αφηγήματος. Πολύ νωρίς, ήδη από τα πρώτα σχολικά χρόνια, γαλουχούμαστε στη συναισθηματική εξομάλυνση του πιο πάνω, τουτέστιν αυτό που γιορτάζεται να μην είναι ακριβώς χαρά αλλά να δοξάζεται ως τέτοια. Το εν λόγω σύμπλεγμα αναπτύσσεται κατά την δεκαετία του ‘80 και βρίσκει τη στιλιστική του κορύφωση στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, με κύρια αναφορά τα μουσικοχορευτικά θεάματα του Πολιτιστικού ομίλου "Διάσταση" ("Ες γην εναλίαν Κύπρον", "Των Αθανάτων", κλπ). Η Κωνσταντίνα Ζάνου αναφερόμενη σε μια τέτοιου είδους πρόσφατη παράσταση παρατηρεί την αναγωγή της ιστορίας σε "προϊόν προς μαζική κατανάλωση", και την ανάπτυξη μιας γλώσσας που κύριο σκοπό έχει να "διακινεί συναίσθημα" (1). Έτσι, παρότι θα το έλπιζε κανείς, η καλλιτεχνική έκφραση δεν εργάζεται για να ξεπεράσει το ηγεμονικό πατριωτικό (και στην περίπτωση μας εξαιρετικά μπερδεμένο) συναίσθημα, αλλά αντίθετα το υπερτονίζει μέσα από την δύναμικη που προϋποθέτει η αφαιρετικότητα της (2).

Όπως ήταν αναμενόμενο η χοροθεατρική καλλιτεχνική δοξολογία για τα 50χρονα της Κυπριακής Δημοκρατίας κινήθηκε στα γνωστά πιο πάνω πλαίσια, με μια μόνο σημαντική διαφορά: αναφέρομαι στις διορθώσεις του παρελθόντος μέ φίλτρο το "Ακελικό" αφήγημα της ειρηνικής συνύπαρξης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, διπλωματική χειρονομία που συμπληρώvει η φαντασία ενός πολυπολιτισμικού μέλλοντος. Το παρόν απουσιάζει σε αυτή την συνέχεια, καθώς παρελθόν και μέλλον αποτελούν δημιουργήματα μιας πολιτικά ορθής διπλωματίας αλλά όχι μια ορθή πολιτική στάση. Ως προς αυτό αναφέρω ενδεικτικά πως οι εμπνευστές της παράστασης ήταν όλοι Ελληνοκύπριοι (με εξαίρεση την χορογράφο Μάχη Δημητριάδου Lindahl που είναι Ελληνίδα) και πως η συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων περιορίστηκε αποκλειστικά σε εκτελεστικούς ρόλους. Κομπάρσοι λοιπόν στις διορθώσεις που προβλέψαμε για μια "κοινή ιστορία", οι Τουρκοκύπριοι "γιόρτασαν" μαζί μας "διά της βίας" μια Κυπριακή Δημοκρατία την οποία "πολέμησαν" και που "παράνομα κατέχουν".

Την "εμβληματική" αυτή εκδήλωση συνέλαβε και διεύθυνε ο Αντής Παρτζίλης (με την συμβουλευτική υποστήριξη στην σκηνοθεσία του Εύη Γαβριηλίδη) ενώ τα δυο βασικά χορογραφικά μέρη ανέλαβαν η Μάχη Δημητριάδου Lindahl (A Μέρος) και η Έλενα Χριστοδουλίδου (B Μέρος). Τα βίντεο, που είχαν έντονη παρουσία, υπέγραψαν αντίστοιχα η Αλεξία Ρόιτερ και ο Νίκος Σίνος, την ενδυματολογία οι Έλενα Κατσούρη και Λάκης Γενεθλής και την μουσική οι Λάρκος Λάρκου, Γιώργος Κολιάς, Δημήτρης Ζαβρός, Μιχάλης Χατζηγιάννης, Ρόμαν Καριόλου και Σάββας Σάββα. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

A Μέρος: "Το νήμα του χρόνου"


Πρώτος ανέβηκε στην σκηνή ο λαϊκός τραγουδιστής Μιχάλης Τερλικκάς καλωσορίζοντας στην ελληνοκυπριακή διαλεχτό τους προσκεκλημένους, για να ακολουθήσει, πάνω στην ίδια μελωδία "κοινής παράδοσης", ο Τουρκοκύπριος Kemal Mustafa. Τις τρείς άλλες κοινότητες (Αρμενίους, Μαρωνίτες και Λατίνους) εκπροσώπησε αφηρημένα η υψηλή φόρμα της όπερας, που επιστρέφει, όπως θα δούμε, συμβολικά στο τέλος. Η παντελής έλλειψη της αναμενόμενης αρχαιολαγνίας και η προβολή μιας κοινής μουσικής Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εξυπηρετεί προφανώς στις ιστορικές διορθώσεις που προανάφερα. Η εισαγωγή συμπεριλαμβάνει την ερμηνεία των πρώτων στίχων από το παραδοσιακό τραγούδι του γάμου, δοξάζοντας έτσι "μια ώρα" που σίγουρα κανείς δεν μπορεί να χαρακτηρίσει "καλή" και που προφανώς δεν στάθηκε "στερεωμένη". Η δραματουργία της εισαγωγής που ολοκληρώνεται με το "εσσιέβερεβε" (ως μια κοίνη κορακίστικη υπέρ-γλώσσα) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τουλάχιστον άστοχη.

Η χορογραφία της Μάχη Δημητριάδου Lindahl που ακολούθησε κάλυπτε την ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας συμπεριλαμβανομένου και του "διαζυγίου" του πολέμου. Μέσα από ένα νεοκλασικό εξπρεσιονιστικό στυλ a la cipriota (πιδκιαύλι, φλάουτο, arabesque και "πόνος του χαμού"), με σκηνικό βίντεο στερεότυπα αισθητικής ΡΙΚ / KOT (ήλιος, θάλασσα, κάμποι και το νέο αεροδρόμιο), οι ιστορίες των δυο κοινοτήτων, η αντιπαλότητα και οι συμπλοκές τους ομογενοποιήθηκαν σε ένα μόνο λυρικό χορευτικό σώμα με ομοιόμορφη ενδυματολογία. Ο διαχωρισμός σε δυο ομάδες που ακολούθησε δεν είναι στην περίπτωση αυτή εθνικός αλλά σεξιστικός, με τα σχήματα αντρών και γυναικών να αντικατοπτρίζουν τις ανησυχίες του γερμανικού χοροδράματος του ‘80 (3) και όχι, όπως θα περίμενε κανείς, την βασική εθνική αντίστιξη "Ελληνοκύπριοι – Τουρκοκύπριοι". Χορογραφία και κοστούμια συγκαλύπτουν τελικά τις βασικότερες πληροφορίες της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας, καθώς η εθνότητα εξαφανίζεται και η εθνική διαμάχη εντοπίζεται σε ένα κοινό λυρικό σώμα υπέρ-εθνικού χορευτή. Το πιο πάνω στιλιζάρισμα τονίζεται κατά την στιγμή αναπαράστασης του πόλεμου όπου ακούγεται ένα νανούρισμα, αισθητικοποιώντας έτσι το κακό σε gestus συναισθηματικής μνήμης, έξω από την πολιτική. Διερωτώμαι: αν η βασική συμβολή μας στην δημιουργία του Κυπριακού Προβλήματος ήταν η άρνηση αναγνώρισης του "άλλου", πόσο άραγε διαφοροποιείται η σημερινή μας στάση;

Πολιτικό Intermezzo

Το πολιτικό intermezzo αναγγέλλει ο τραγουδιστής Μιχάλης Χατζηγιάννης ερμηνεύοντας τη σύνθεση του "Κύπρος Αγαπημένη" (4) και ενεργοποιώντας έτσι το εφέ "χρυσοπράσινο φύλλο" με στίχους: "Κόρη ερωτική / πόθος η αγκαλιά σου / θεοί σου κλέβουν το φιλί / κι αγάπες την καρδιά σου (…) Κόρη θαλασσινή / πόνος δεν σε χωράει / η μοίρα σου κραυγή/ και πάθος σε κερνάει". Ελεγεία που ολοκληρώνεται τελικά με την εξής έκφραση διαστροφικής πατριδολαγνείας: "Πάρε με, πάρε με, τα μάγια να σου λύσω / στα χέρια σου να σβήσω / Κύπρος αγαπημένη, μέχρι να ξεψυχήσω". Η παρουσίαση τύπου Eurovision που ακόλουθει - αλλοπρόσαλλη και αχρείαστη - θέλει τα ελληνικά και τουρκικά να συνδιαλέγονται και πάλι (άσχετο αν ο ένας δεν καταλαβαίνει τον άλλο χωρίς μεταφραστή) και με σημαντική συμβολική λεπτομέρεια ότι ο Ελληνοκύπριος παρουσιαστής Ανδρέας Αραούζος εκπρόσωπεί αποκλειστικά την εκφώνηση στην αγγλική.

Η ομιλία του πρόεδρου Χριστόφια χρήζει ανεξάρτητης ανάλυσης. Ειδικά η γλωσσοπλαστική διάθεσή της (βλέπε ενδεικτικά την λέξη "μεσοκάρδια") σε συνδυασμό με την έντονη χρήση της λέξης "λαός" που τόσο ο ορισμός όσο και η εφαρμογή της ήταν τουλάχιστον αντιφατικοί. Οι επίσημοι ξένοι στην συνέχεια είχαν την εντιμότητα να μας απευθύνουν ευχές αποκλειστικά στα ελληνικά - όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις να προφέρεται μια πρόταση στην γλώσσα του οικοδεσπότη - προσπερνώντας την προσπάθεια-υπερπαραγωγή των δυο γλωσσών φιλίας που εξελίχθηκε όλη την βραδιά. Λέγοντας μας άραγε ότι τελικά η διπλωματία που προτείνουμε αφορά αποκλειστικά τις ανέντιμες σχέσεις με το ίδιο μας το παρελθόν; Τα πράγματα από έξω είναι προφανώς πιο καθαρά.

Β Μέρος : "Ορίζοντας χωρίς γραμμές"

Το δεύτερο μέρος σε χορογραφία Έλενας Χριστοδουλίδου παρουσίαζε ένα μέλλον που οφείλω να ομολογήσω δεν πολύκατάλαβα. Μέσα από φασαρία και σύγχυση, το αύριο αναπτύχθηκε ως η κυριολεκτική επιτάχυνση του χτες με σπασμωδικές κινήσεις στον χώρο και φρενιτικές εικόνες στην προβολή. Ως κορύφωση, ένα οριζόντιο γλυπτό, που φαντάζομαι συμβόλιζε το τείχος, στήθηκε κάθετα (άγνωστο γιατί) για να σπάσει στο τέλος σε κομμάτια: πράξη που μαλλόν σημαίνει την πτώση του "τείχους" (5). Η κίνηση στην συνέχεια περιορίζεται σε φαντασματικες ή μηχανικές μετακινήσεις προβάλλοντας ίσως μια ενωμένη Κύπρου όπου θα ζουν μόνο ρομπότ;

Επίλογος

Το μέλλον, ακόμη πιο αλλοπρόσαλλο από το παρελθόν, δίνει χώρο τελικά σε ένα οπερατικό μακρύτερο μέλλον όπου μια Τουρκοκύπρια και μια Ελληνοκύπρια σοπράνο ντυμένες στα λευκά τραγουδούν ακατανόητους στίχους συμφιλίωσης. Η όπερα, ξένη προς την παράδοση που με επιμονή προσπάθησε να υποστήριξει η εισαγωγή ως κοινή γλώσσα, γίνεται τελικά η συμβολική πρόταση για την γλώσσα του μέλλοντος. Την ανάλυση την αφήνω στην κριτική διάθεση σας, κατά την γνώμη μου πάντως το όλο εγχείρημα αναπαράστασης του παρελθόντος και του μέλλοντος της κυπριακής ιστορίας αντικατοπτρίζει την πρόσφατη δήλωση του προέδρου Χριστόφια που σκανδάλισε την πολιτική ηγεσία του νησιού: "Η Κύπρος υπήρξε θύμα βιασμού (6) και γι’ αυτό πρέπει να αποκαταστήσουμε την παρθενιά της" (7). Οι εορτασμοί μάλλον εμπίπτουν στις γενικότερες κυβερνητικές προσπάθειες παρθενορραφής της κυπριακής ιστορίας.


(1) "Πώς τραγουδούμε το νησί μας", Κωνσταντίνα Ζάνου, Πολίτης, 21/09/2008. Κριτική για την παράσταση του Γιώργου Θεοφάνους, "Τραγουδώ το νησί μου", (Τάφρος Ντ 'Αβίλα, 11/09/2008)
(2) Η σχέση προπαγάνδας, ιδεολογίας, τέχνης και ιστορίας δεν είναι βεβαια αποκλειστική στην Κυπριακή περίπτωση ενώ η επιλογή του "χορού" σε τέτοιες περιπτώσεις, ως μέσο διακίνησης του νοήματος της, είναι συνηθισμένη αν αναλογιστεί κανείς πως ως φόρμα είναι πολύ πιο αφηρημένη από άλλες (όπως το θέατρο για παράδειγμα).
(3) Βλέπε ενδεικτικά την "Ιεροτελεστία της Άνοιξης" και τον "Κυανοπώγονα" της Pina Bausch.
(4) Σε στίχους Ανδρέα Παράσχου
(5) Ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ ο συμβολισμός του τοίχους που δεν αναφέρεται απαραίτητα στην κυπριακή εμπειρία διαχωρισμού (τα οδοφράγματα αποτελούν μια πολύ διαφορετική οπτική αναφορά) αλλά σε ανάλογες τελετές για την πτώση του τείχους του Βερολίνου
(6) Από τις "αποκαλούμενες μητέρες πατρίδες"
(7) Ομιλία Χριστόφια στο ίδρυμα Brookings, 28/9/2010


Νεόφυτος Επιφανείου
4/10/2010

(Δημοσιεύτηκε στον Πολίτη στις 10/10/2010)

Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

“Μουσείο Σύγχρονης Κυπριακότητας”

Πρός Κον Ανδρέα Δημητρίου
Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού

6 Αυγούστου 2010

Αξιότιμε Κύριε Ανδρέα Δημητρίου,

Θέμα: Ανοιχτή επιστολή - Πρόταση για τα πενηντάχρονα της Κυπριακής Δημοκρατίας

Σας αποστέλλω την παρούσα πρόταση επιθυμώντας να συμβάλω στις επετειακές διοργανώσεις για τα πενηντάχρονα της Κυπριακής Δημοκρατίας και σας παρακαλώ όπως την εξετάσετε στα πλαίσια των εμβληματικών εκδηλώσεων που υποστηρίζει το υπουργείο σας. Για σειρά συμβολικών λόγων και κατ’ επέκταση για τις προφανείς ιστορικές και πολιτικές μεταφορές που συνεπάγονται, εισηγούμαι, αντί της ανέγερσης νέου μνημείου, τη σφράγιση και μνημειοποίηση της ημιτελούς έπαυλης στο ύψωμα περί της εισόδου της Λευκωσίας, ακριβώς πριν την έξοδο για Κοτσιάτη, και την μετωνυμία της σε “Μουσείο Σύγχρονης Κυπριακότητας”.

Το εν λόγω κτήριο - του οποίου τα μεγαλεπήβολα σχέδια παραμένουν ανολοκλήρωτα εδώ και πολλά χρόνια - πιστεύω ότι συνοψίζει μοναδικά την ουσία της νεότερης Κύπρου και αποκαλύπτει με σαφήνεια τις συγκαλυμμένες αντιφάσεις της σύγχρονης Κυπριακότητας. Αναφέρομαι ειδικά στην αντίθεση του πολιτικού και κρατικού αφηγήματος από την εμπειρία της κοινωνικής και πολιτικής μας καθημερινότητας. Θέλω λοιπόν να πιστεύω πως η υπαινικτική αυτή πράξη θα προβάλει υποδειγματικά το αδιαπραγμάτευτο και θλιβερό σημείο στο οποίο βρισκόμαστε σήμερα και θα καταγράψει με σαφήνεια τη διάσταση μεταξύ αυτού που πραγματικά είμαστε, αυτού που δεν καταφέραμε να είμαστε και αυτού που δεν θα γίνουμε ποτέ.

Μαζί με τη σφράγιση του κτηρίου είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί και ο περιβάλλων κήπος με τους επιβλητικούς φοίνικες, καθώς αποτελεί εξαρχής αναπόσπαστο μέρος της αρχιτεκτονικής σύλληψης και συμβάλλει κατ’ επέκταση στο σκεπτικό της πρότασής μου. Έτσι, σε αντιπαραβολή με τη στασιμότητα της ανολοκλήρωτης έπαυλης, οι φοίνικες θα συνεχίσουν να μεγαλώνουν ανενόχλητοι - όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια - υπενθυμίζοντας τη γεωγραφική μας πραγματικότητα και τονίζοντας συνάμα τη ματαιότητα των προθέσεων του αδιεκπεραίωτου νεοκλασικού κτίσματος. Η οργανική ανάπτυξη του ενός (κήπος - μεσανατολική εντοπιότητα) έναντι στην άκαμπτη στασιμότητα του άλλου (ημιτελής νεοκλασική έπαυλη - δυτική ηγεμονική επιθυμία) πιστεύω να είναι χρήσιμες μεταφορές για να προσεγγίσει κανείς την κυπριακή ταυτότητα και την σχιζοειδή δομή της.

Εφόσον λοιπόν το συμβολικό και ιδεολογικό πλαίσιο της πρότασης μου σας βρίσκει σύμφωνους, θα πρέπει άμεσα να προωθηθεί η πλήρης απαλλοτρίωση του υποστατικού και των συνεκτικών του χώρων, έτσι που να διασφαλιστεί η διατήρησή του στην κατάσταση όπου βρίσκεται σήμερα. Στη συνέχεια είναι απαραίτητη η ανάρτηση σε περίοπτη θέση επιγραφής με το όνομα “Μουσείο Σύγχρονης Κυπριακότητας” όπως επίσης και η τοποθέτηση διακριτικής πλακέτας με βασικές πληροφορίες για την επετειακή αφορμή και το σκεπτικό γύρω από την μνημειοποίηση. Το πιο πάνω - που θα αποτελέσει την μοναδική προσθήκη - θα επισφαλήσει τη σημασία του “μνημείου” (λειτουργία) και του “μουσείου” (αναφορά) και θα ορίσει τις κύριες θεματικές που χαρακτηρίζουν το όλο σκεπτικό: α. Το κενό και η κενότητα ως αναπαράσταση της πολιτικής προσπάθειας και του πολιτικού λόγου στη σύγχρονη Κύπρο, β. Το ανολοκλήρωτο ως αναφορικό σχήμα για τη σύγχρονη κυπριακή ιστορία και τις εθνοκεντρικές επιθυμίες της, γ. Η άτοπη μεγαλομανία ως σχήμα και ως σύμπτωμα τόσο του κοινωνικού χαρακτήρα των σύγχρονων Κυπρίων όπως επίσης και της πολιτικής μεταγραφής του, δ. Η ελαστικότητα αλλά και η αντιφατικότητα των στοιχείων που δομούν την κυπριακή ταυτότητα, κοκ.

Πέραν των πιο πάνω η σχέση “μουσείου” – “μνημείου” που προτείνω πιστεύω πως αναπτύσσεται περαιτέρω και μέσα από τη σχέση του “κελύφους” και του “περιεχομένου” που διέπει τη σύγχρονη μουσειακή αρχιτεκτονική καθώς τα νέα μουσεία συχνά αποτελούν αρχιτεκτονικά μνημεία από μόνα τους ανεξάρτητα από το περιεχόμενο που καλούνται να φιλοξενήσουν. Εδώ λοιπόν το πιο πάνω σχήμα τονίζεται δυναμικά, καθώς η ταύτιση του περιεχομένου και του κελύφους είναι απόλυτη με την συμβολική κενότητα του μουσείου: Το κενό μουσείο λοιπόν ως μνημείο για την κενότητα. Εντωμεταξύ - αν και όπως έχει τονιστεί ο χώρος αναπτύσσεται κυρίως μέσω της μη χρηστικότητάς του - πιστεύω πως είναι σημαντικό να παραμείνει ανοικτός στη πιθανότητα περιστασιακών χρήσεων που θα προβάλλουν την ιδεολογία που τον διέπει, όπως για παράδειγμα στην προοπτική φιλοξενίας σεμιναρίων, εκθέσεων, κοκ.

Τελειώνοντας θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι είμαι στη διάθεσή σας για διευκρινίσεις όσον αφορά στο ιδεολογικό πλαίσιο και για την ανάπτυξη λεπτομερειών σχετικά με το πρακτικό μέρος της πιο πάνω πρότασης. Είμαι πεπεισμένος ότι η οπτική της κριτικής, η έστω του αυτοσαρκασμού, είναι η καταλληλότερη οδός για να προσεγγίσει κανείς το ανολοκλήρωτο - εθνικό, κρατικό ή άλλο - της Κύπρου των τελευταίων πενήντα χρόνων. Ίσως αυτή να είναι τελικά η τελευταία δυνατότητα που μας απέμεινε για να αποδεχτούμε ένα κράτος που αρχικά κανείς δεν επιθύμησε και στο οποίο τελικά ελάχιστοι πίστεψαν.


Με τιμή,
Νεόφυτος Επιφανείου

ΥΓ1: Θα βρείτε συνημμένη φωτογραφία του εν λόγο κτιρίου όπως γίνεται ορατό από τον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας - Λεμεσού



(Δημοσιεύτηκε στον Πολίτη στις 22/8/2010 - Κωδικός άρθρου: 964295)

Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Φανταστική ερμηνεία του κόσμου μετά το ρεσάλτο από το Ισραήλ στην νηοπομπή ανθρωπιστικής βοήθειας για την Παλαιστίνη

Οι ισραηλίτες περπάτησαν επί των υδάτων για τους Αγίους Τόπους.
Οι παλεστίνιοι περπάτησαν επί των υδάτων για να πνιγούν.
Shot/reverse shot
Ο εβραικός λαός εντάχθηκε στην αφήγηση.
Οι παλεστίνιοι, στο ντοκυμαντερ.
(Jean-Luc Godard, Notre Musique)

Χτες ονειρεύτηκα πρώτα τη θάλασσα κι έπειτα πως δεν υπήρχε πια. Οι άνθρωποι περπατούσαν έτσι από τη μια χώρα στην άλλη και έπαιρναν ό,τι έβρισκαν και σκότωναν όποιον ήθελαν. Η ξηρασία άρχισε με το τέλος της αδελφοσύνης, όταν χιλιάδες γυναίκες, άντρες και παιδιά, ανέβηκαν σε πλοία και σχημάτισαν μιαν ατέρμονη νηοπομπή. Η ουρά αγκάλιαζε όλη τη γη και οι ουραγοί αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλο. Ξεκίνησαν λοιπόν ένα πρωί για να σταματήσουν την πολιορκία μιας άτυχης χώρας, που πολιορκήθηκε για τόσα πολλά χρόνια έτσι που δεν της έμεινε παρά μόνο μία λωρίδα γης. Οι κάτοικοί της ζούσαν στο σκοτάδι. Κοιμούνταν στο κρύο. Δεν έπιναν. Δεν έτρωγε κανείς. Ήλπιζαν μόνο. Κάθονταν με τα μάτια κλειστά και κοίταζαν τον ουρανό. Οι πολιορκητές σκότωσαν όσους προπορεύονταν. Κάποιοι είπαν από αμηχανία, άλλοι είπαν από περηφάνια. Το μόνο σίγουρο είναι πως είχαν συνηθίσει τόσο πολύ να σκοτώνουν που το έκαναν δίχως να σκέφτονται πια.

Ήμουν στο τελευταίο καράβι. Άκουσα τους πρώτους να τραγουδούν το Ορατόριο της Αδελφοσύνης. Το τραγουδούσαν όλοι μαζί, όσο πιο δυνατά μπορούσαν. Τους σκότωσαν όλους, τον ένα μετά τον άλλο. Χίλιες φωνές, οκτακόσιες, τριακόσιες, πενήντα, δέκα φωνές, το κουαρτέτο της αλληλεγγύης, το τρίο της συμπόνοιας, το ντουέτο της ειρήνης, η άρια της απόγνωσης. Οι πολιορκητές άρχισαν τότε να ρουφούν τη θάλασσα για να ξεδιψάσουν. Ήπιαμε κι εμείς όσα μας χρωστούσε. Έτσι, εκεί κάπου μεταξύ του τέλους της θάλασσας και της υπέρμετρης αδικίας όλα άλλαξαν.

Έκτος του βασικού. Ένας νέος, λίγο πριν ξεψυχήσει, το φώναξε. Είπε πως αλλαγή δεν υπάρχει και πως αυτό που ονομάζουμε αλλαγή δεν είναι παρά η επέκταση της λήθης. Βλέπετε, στους σκοτεινούς τους κύκλους οι άνθρωποι επαναλαμβάνουν να ξεχνούν και έτσι δεν αλλάζουν. Όταν ήταν πια νεκρός μίλησε ξανά. Με φωνή γέρου είπε πως καθένας επιστρέφει ότι δεν μπορεί να κρατήσει πια σε αυτόν που δεν μπορεί να το βαστάξει και έτσι βλασφήμησε την εκλεκτική συνύπαρξη των εκ του πονηρού άσπονδων συγγενών, της λήθης και της μνήμης. Αν όλοι ξεχνούσαμε μόνο δεν θα υπήρχε ο χρόνος - ούτε και τα επιχειρήματα του -, δεν θα υπήρχε υπεροχή, διαφορά, μα ούτε και συνέχεια, θα ήταν όλα ίδια, θα ήταν όλα παύση. Αν πάλι μόνο θυμόμασταν, θα ήμασταν σκυφτοί, άκαμπτοι, θα συντηρούσαμε τη συνέχεια, την επέκταση, την αύξηση, τη διαδοχή και τις λεπτομέρειές τους. Έτσι, η λήθη και η μνήμη, το σημαντικό και το ασήμαντο, το καλό και το κακό, η νύχτα και η νύχτα έγινα όλα ένα, Άνθρωποι.

Έφτασαν Κυριακή. Τους είπαν φύγετε από δω, γιατί εδώ κάποτε ήμασταν εμείς και ακόμα εμείς είμαστε. Τι κι αν πέρασαν χιλιάδες χρόνια, τι κι αν τα δέντρα ξεράθηκαν, μας την υποσχέθηκε ο Θεός της Αποκλειστικότητας και από σήμερα θα είναι και πάλι μόνο δικό μας. Συμφώνησαν και όλοι οι άλλοι που έψαχναν εξιλέωση, και πριν θάψουν τα νεκρά σώματα, πριν ξαναχτίσουν τα χαλασμένα σπίτια, το παρελθόν ανάχθηκε σε ιδεολογία, το χτες έγινε η επαύξηση του αύριο και η βία παρέμεινε ο αγωγός των πάντων. Είπαν, για να μπορεί να θυμάται κανείς, πρέπει πρώτα να ξεχνά και εξαλείφθηκε έτσι και η τελευταία ελπίδα να τελειώσει το απάνθρωπο με τον άνθρωπο, καθώς θύτες και θύματα άλλαζαν ρόλους μέσα στα χρόνια και μέσα στα λόγια. Η ανάμνηση του κακού είχε γίνει πιο σημαντική από τη διάπραξη του κακού.

Αυτοί δεν έφυγαν. Τη γη την ξέραν για δική τους. Τους την είχε υποσχεθεί ο δικός τους Θεός. Ήταν η γη των Ασυμφωνούντων Θεών. Kαι με το που πέθαναν οι Θεοί έμειναν οι άνθρωποι να διεκδικούν τις υποσχέσεις της παρωχημένης θεότητας. Ένα ψάρι πίνοντας την τελευταία σταγόνα νερό φώναξε πως δεν υπάρχει ελπίδα καμιά τώρα που στέρεψε η θάλασσα, ό,τι τελευταίο είχε απομείνει να ενώνει τους ανθρώπους, εκλεκτούς και εκλεκτούς, ένθεν κι ένθεν. Η βροχή; είπε ένα παίδι. Μας απέμεινε τουλάχιστον η βροχή.


Νεόφυτος Επιφανείου
Παρίσι, 15/6/2010

(Δημοσιεύτηκε στον Πολίτη στις 4/7/2010 - Κωδικός άρθρου: 955436)

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2010

«Μακρινό νησί εξωτικό»: Παρατηρήσεις σχετικά με την αισθητική της Κύπρου στη Eurovision (1981-1992)

Δεν πιστεύω να υπάρχει κανένα σημείο που να αποκαλύπτει καλύτερα την αρχαιολογία της σύγχρονης κυπριακότητας από την pop εντόπια παραγωγή. Ανασκάπτοντας λοιπόν στο YouTube, εντόπισα τις απαρχές των κυπριακών συμμετοχών στο διαγωνισμό της Eurovision και πείστηκα πως είναι απαραίτητη η συστηματική και αναλυτική προσέγγισή τους. Έστω και υπό τη μορφή αυτοσαρκασμού, ως ύστατη προσπάθεια κατανόησης της ελληνοκυπριακής διαλεκτικής σαλάτας -και των φαντασμάτων της- μετά το 1974. Μεταφέροντας τη συστηματικότητα σε χρόνους λιγότερο επίκαιρους παραθέτω πιο κάτω μια σειρά αρχικών παρατηρήσεων:

Τότε, πριν χαθεί η πίστη ότι οι συμμετοχές μας πρόβαλλαν τουριστικά την Κύπρο, τα φιλμάκια είχαν ως κύριο στόχο την παρουσίαση των αξιοθέατων του νησιού και ως επιπόλαιο σκοπό τον προσηλυτισμό τουριστών. Τώρα πια, μαζί με όλα αυτά χάθηκε μάλλον και η Eurovision, σε ένα παρόν όπου η πολυγλωσσία δεν αποτελεί ποιότητα της ευρωπαϊκής μουσικής και όπου το θέαμα περιορίζεται κάπου μεταξύ της αισθητικής του τσίρκου και της επιτήδευσης του talent show. Συγχωρέστε με λοιπόν για τη νοσταλγία, είναι βλέπετε η αναπόφευκτη οδός για να προσεγγίσει κανείς τη δεκαετία του 1980, τότε που Κύπρος στην Eurovision συνεπαγόταν ευρω-περιπλοκές, ευρω-προβολές, αλλά κυρίως ευρω-αυτο-εξωτισμό.

Η πρώτη εικόνα συμμετοχής μας στη διοργάνωση είναι από το φιλμάκι του τραγουδιού «Μόνικα» (1981, Island) και απεικονίζει σε κοντινό πλάνο τη λεπτομέρεια ενός παραδοσιακού κρεβατιού. Ο συμβολισμός αν και τότε ακατανόητος αναγγέλλει την απαρχή ενός αδιάκοπου κύκλου και αποκτά αναδρομική σημασία, σε σχέση με το τραγούδι «Ταιριάζουμε» (1992). Στο πρώτο αυτό φιλμάκι λοιπόν παρουσιάζονται όλα τα στοιχεία που δομούν την ελληνοκυπριακή ευρω-αισθητική, η οποία προκύπτει από τη συνύπαρξη τριών χρόνων: της αρχαιότητας, της παράδοσης και του μοντέρνου. Η ανάγκη δημιουργίας ενός νέου αφηγήματος έναντι στη γενικότερη αρχαιολάγνα αισθητική που προηγείται του ΄74, θέλει την αφηρημένη παράδοση να υπερκαλύπτει τελικά τους δυο άλλους χρόνους. Έτσι που ο βρακάς παππούς να βοηθείται εδώ από μικρά παιδιά, τα λευκαρίτικα και οι αγροτικές εργασίες να προβάλλονται με λαογραφικό ρομαντισμό, ενώ επιτομή αποτελεί η σκηνή που παρουσιάζει ένα πιάτο από τη λαϊκή παράδοση, να διακοσμείται με το μοτίβο της Κυπροαρχαϊκής εποχής (αυτό του πουλιού με το ψάρι) και να μετατρέπεται σε σουβενίρ. Η τουριστικοποίηση του μέλλοντος προκύπτει έτσι μέσα από το παραδοσιακό παρόν, για να επαναπροσδιορίσει τελικά το αρχαίο παρελθόν.

Αν και αυτό θα αποτελούσε από μόνο του μια ξεχωριστή προσπάθεια, η στιχουργία είναι ένα άλλο επίπεδο που χρήζει ανάλυσης. Στο ίδιο αυτό πρώτο τραγούδι η παρήχηση του «μ», μέσω του οξύμωρου ερωτικού στίχου «μόνη μόνη μόνη/ι-κα», προτείνει μια τολμηρή προσπάθεια «αναθεώρησης» του ερωτικού λόγου, καθώς όπως δηλώνεται: «μόνη, μόνη, μόνη (...) / ζεις εσύ για μένα / ζω εγώ για σένα / και είναι όλα αρμονικά, Μόνη/ι-κα...». Η αντίφαση εντοπίζεται προφανώς στο ποιητικό «κα» και στην επικολλητική σχέση του με το επίθετο «μόνη».

Η Πέτρα του Ρωμιού, το Κούριο και άλλες τουριστικές ατραξιόν που παρουσιάζονται στο πρώτο αυτό φιλμάκι, θα αποτελέσουν το κύριο θέμα για το τραγούδι της επόμενης χρονιάς («Μονο η Αγάπη», 1982). Λιγότερο φιλόδοξη, η σκηνοθεσία περιορίζεται στη σημειολογία της carte-postal. Μέσα από τη διαδοχή στατικών πλάνων η 'Αννα Βίσση μπαίνει και βγαίνει στο κάδρο, για να διαλαλήσει τελικά στο Γεφύρι του Τσελεφού έναν ακόμη πιο αλλοπρόσαλλο ερωτικό γρίφο: «Μα πάνω από ΅μένα / πάνω από ΅σένα / πάνω από όλα / υπάρχει μόνο η αγάπη / κι εσύ κάθε στιγμή». Το ερώτημα που εύλογα γεννιέται είναι πώς πάνω από «αυτόν» και πάνω από όλα, μπορεί να υπάρχει πάλι «αυτός» μαζί με την αγάπη. Στην παράλογη στιχουργική ιεραρχία «αυτός» υπάρχει τουλάχιστον δυο φορές.

Το ίδιο φιλμάκι προβάλλει τονισμένα κάτι που συναντιέται σχεδόν και σε όλα τ΄ άλλα. Πρόκειται για την αντιπαραβολή του θαλάσσιου και ορεινού σκι. Τα γυρίσματα κρατούσαν τότε απαραίτητα ένα χρόνο και ο εκάστοτε ερμηνευτής έπρεπε να τραγουδήσει στη «Σιονίστρα» τις λιγοστές εκείνες μέρες που μπορούσε να αξιοποιηθεί αθλητικά, για να υποστηριχτεί έτσι η συνωμοσία της Κύπρου των τεσσάρων εποχών (ή έστω για να νιώσουμε περιορισμένα ότι μοιραζόμαστε την ευρωπαϊκή αλπική παράδοση). Το 1983 ο Σταύρος και η Κωνσταντίνα δεν θα τραγουδήσουν στα χιόνια, κατ΄ εξαίρεσιν θα προτιμήσουν να διακηρύξουν το οικουμενικό μήνυμα πως «Η αγάπη ακόμα ζει», περπατώντας ρυθμικά γύρω από μια πισίνα. Η σύντομη παράδοση της ιδιόρρυθμης ερωτικής στιχουργίας τερματίζεται έτσι καθώς αυτή μεταποιείται σε συντηρητική «χριστιανική αγάπη».

Το 1984 θα κληθεί από το Λονδίνο ο Κύπριος σε καταγωγή Andy Paul για να ερμηνεύσει το ανορθόγραφο «Anna Mari-Elena »(λείπει τουλάχιστον ένα «e» από το «Marie»). Το φιλμάκι αποκαλύπτει ότι τελικά δεν πρόκειται για ένα πρόσωπο, αλλά για τρεις ωραίες νεαρές, την 'Αννα, τη Μαρί και την Έλενα. Η 'Αννα λοιπόν κάνει σκι, η Μαρί κωπηλασία και η Έλενα ορειβατεί, ενώ ο Andy δεν ξέρει ποια να διαλέξει. Το φαλλοκρατικό μήνυμα προβάλλεται εδώ ως η φιλελεύθερη εικόνα της σύγχρονης τουριστικοποιημένης Κύπρου.

Το 1985 («Το κατάλαβα αργά», Λία Βίσση) η καινοτομία στην κατοχυρωμένη πια αυτή αισθητική έγκειται στην ανατρεπτική απόφαση του σκηνοθέτη να απαλλαγεί από τη σύμβαση του video-clip - τραγουδώ και ποζάρω - έτσι που η Λία Βίσση να περιπλανιέται λυπημένη στον Ακάμα και να περιεργάζεται λευκαρίτικα κεντήματα, χωρίς να λέει λέξη. Ο εγγαστρίμυθος εξπρεσιονισμός παρουσιάζει για πρώτη φορά και τα παρασκήνια της τουριστικής φαντασμαγορίας καθώς η ίδια οδηγείται σε νεόκτιστα πολυτελή ξενοδοχεία. Τον επόμενο χρόνο η Ελπίδα, σε βραζιλιάνικους ρυθμούς, συνειδητοποιεί μέσω του τραγουδιού «Τώρα Ζω» πως το «μακρινό εξωτικό νησί» που αναζητούσε, δεν είναι κανένα άλλο παρά η ίδια η Κύπρος, έτσι που μπορεί «τώρα τώρα» πια να ζει αυτά που προηγουμένως «ζούσε μόνο στα όνειρά της». Η προσπάθεια του αυτο-εξωτισμού στέφεται λοιπόν με επιτυχία και τοποθετείται τελικά κάπου μεταξύ του αρχαίου θεάτρου στο Κούριο και μιας απροσδιόριστης παραλίας. Η Αλέξια το 1987 θα περπατήσει στους ίδιους δρόμους ψάχνοντας κάποιον που «θυμάται να είχε πρωτοδεί στο τρένο». Φαίνεται βέβαια να της διαφεύγει ότι στην Κύπρο δεν υπάρχουν τρένα και πολύ αμφιβάλλω να τον βρήκε στο Τρόοδος ή στα χωράφια με λαψάνες όπου τον έψαχνε.

Μετά από τη μακάβρια παρένθεση των Σαββιδάκη - Πολυμέρη («Απόψε ας βρεθούμε», 1989), που ανταλλάσσουν ερωτικές υποσχέσεις ξαπλωμένοι στους τάφους των βασιλέων, τον Αναστάζιο που προτείνει την πρώτη -με χιούμορ- υπερκειμενική διόρθωση («Μιλάς πολύ», 1990) και την Έλενα Πατρόκλου που στέλνει οικολογικό σήμα κινδύνου στο υπερπέραν («SOS», 1991), το κρεβάτι -η πρώτη εικόνα της Κύπρου στην Eurovision- διαπομπεύεται πριν τελικά καεί στην πυρά. Πάνω του, η λάγνα Ευρυδίκη ντυμένη χανούμισσα, διαλαλεί τον απόλυτο ύμνο στο one-night-stand: «Ταιριάζουμε, θέλεις κι εσύ όπως κι εγώ μια νύχτα δίχως αύριο» (1992). Το ανατολίτικο στοιχείο εισάγεται έτσι στην κυπριακή αυτοπροβολή, έστω και μέσω των διορθώσεων του δυτικού oriental και η Κύπρος ακολουθεί τη δεκαετία του ΄90 διαφορετικές επικοινωνιακές οδούς.

Νεόφυτος Επιφανείου
Λεμεσός, 30/5/2010

(Δημοσιεύτηκε στον Πολίτη στις 2/6/2010 - Κωδικός άρθρου: 949412)

Τρίτη 27 Απριλίου 2010

Φανταστική ερμηνεία του κόσμου μετά την έκρηξη του ισλανδικού ηφαιστείου Εϊγιαφιατλαγιοκούλ

Χθες ονειρεύτηκα ότι ακυρώθηκε η δυνατότητα να ταξιδεύουμε μέσω αέρος καθώς ένα ηφαίστειο έκανε τον ουρανό όλου του κόσμου μαύρο. Η ανθρωπότητα συνέχισε έτσι να υπάρχει και μετά την απουσία της αεροπλοΐας, με την καθοριστική εμπειρία της εφαρμογής της. Η νέα τάξη πραγμάτων επέβαλε στον κόσμο να κινείται ξανά και για πάντα μέχρι το τέλος του - που, εξάλλου, δεν ήταν μακριά - με τους περιορισμούς των ανθρωπίνων βιολογικών δυνατοτήτων. Οι παλιοί είπαν πως τα χρόνια του καπνού και της τέφρας θύμιζαν το παρελθόν. Οι νέοι πάλι είπαν πως οι αλλαγές ήταν πρωτόγνωρες και πως δεν έμοιαζαν σε τίποτα που ήξεραν. Όλος ο κόσμος έγινε ένα αρχιπέλαγος, όλες οι χώρες ήταν νησιά.

Στην αρχή κυριαρχούσε η απελπισία. Οι άνθρωποι είχαν συνηθίσει τόσο πολύ να φεύγουν που δεν ήξεραν πώς να μένουν. Συγκεντρώνονταν λοιπόν στα αεροδρόμια και κοίταζαν τον ουρανό. Μάταια όμως. Τα αεροδρόμια είχαν αναστείλει τη λειτουργία τους οριστικά από τους πρώτους κιόλας μήνες. Αλλού οι άνθρωποι συγκεντρώνονταν στα λιμάνια και κοίταζαν την θάλασσα. Με τον ίδιο πόθο. Αλλά, όλα τα πλοία είχαν επιταχθεί για σημαντικές ανάγκες και λειτουργούσαν σχεδόν αποκλειστικά για τη μεταφορά απαραιτήτων αγαθών. Τελικά, με τον καιρό, τα πλοία βούλιαξαν το ένα μετά το άλλο, έτσι και το «απαραίτητο», μαζί και «οι ανάγκες». Την αρχική αγωνία διαδέχτηκε γρήγορα μια απρόσμενη στωικότητα. Ο νέος αυτός ρυθμός δεν ήταν βλέπετε «διορθώσιμος» και, εξάλλου, οι άνθρωποι κουράστηκαν να διορθώνουν. Αποφάσισαν έτσι υποχωρητικά ότι έπρεπε να αποδεχτούν τη νέα αυτή συνθήκη, σαν αδιαπραγμάτευτη ήττα.

Είχαν συντελέσει και κάποια γεγονότα που εντατικοποιούσαν την εν λόγω επιβεβλημένη επανάσταση. Ένα από αυτά ήταν πως οι πρόεδροι των πλείστων κρατών αποκλείστηκαν εκείνες τις μέρες κάπου στην κεντρική Ευρώπη όπου είχαν πάει την προηγουμένη της έκρηξης για την κηδεία ενός ομότιτλού τους. Στην αρχή, προσπάθησαν να διοικήσουν τις χώρες τους από ΅κει, αλλά η απόσταση δεν το επέτρεπε. Έτσι οι χώρες άρχισαν να διοικούνται από μόνες τους. Τους πρώτους μήνες δύσκολα. Κυριαρχούσε η ανομία και σημειώθηκαν διάφορα γεγονότα που προκαλούσαν αστάθεια. Εχθροπραξίες, ανταρσίες, πραξικοπήματα. Σιγά σιγά, όμως, τα κατάφεραν καλύτερα, μέχρι που, τελικά, ο καθένας, με κάποιον τρόπο, διοικούσε τον εαυτό του. Οι πρόεδροι έγιναν, λοιπόν, όλοι αγρότες και είχαν το χρόνο να μετανοήσουν για το παρελθόν και να ξεχάσουν το μέλλον. Έκτος από έναν, που έγινε κράτος από μόνος του. 'Αλλοι τον θαύμασαν, ενώ άλλοι τον είπαν τρελό.

Εν τω μεταξύ, διάφοροι θεσμοί, δραστηριότητες και εκδηλώσεις που θεωρούνταν σημαντικές διαβλήθηκαν πολύ σύντομα μέχρι που εξαφανίστηκαν τελείως. Ο κινηματογράφος, για παράδειγμα, σταμάτησε να υπάρχει από τα πρώτα κιόλας χρόνια. Οι ταινίες, μέχρι να φτάσουν από τις χώρες παραγωγής στις χώρες διανομής, ήταν ήδη άκαιρες και, εξάλλου, κανένας δεν ήθελε πια να κάθεται μέσα. Ήταν όλοι στους δρόμους. Η τέχνη, γενικότερα, δεν ενδιέφερε τον κόσμο και τα μουσεία άλλαξαν χρήση. Σε πολλές περιπτώσεις, έγιναν αποθήκες. Κανείς δεν διάβαζε, αλλά όλοι έγραφαν βιβλία. Η τηλεόραση δεν ασχολείτο καθόλου με ειδήσεις και οι πληροφορίες δεν είχαν πια καμία αξία. Έτσι, οι προβολές σταμάτησαν επίσης. Το παρελθόν δεν θεωρείτο σημαντικό και οι αρχαιότητες διατέθηκαν προς αξιοποίηση σε όσες περιπτώσεις ήταν χρήσιμες.

Εποχές δεν υπήρχαν. Πρώτα καταργήθηκε το καλοκαίρι. Η χρονιά εκείνη ονομάστηκε «Χρονιά Xωρίς Kαλοκαίρι». Με τον καιρό, καταργήθηκαν κι οι άλλες, μέχρι που δεν έμεινε καμία. Εν τω μεταξύ, οι πόλεις είχαν αποκοπεί από την επαρχία πολύ γρήγορα. Έπειτα, οι πόλεις καταργήθηκαν και έτσι καταργήθηκε και η επαρχία. Ήταν ή παντού πόλεις ή παντού επαρχία. Η ιεράρχηση σε μικρό, μεγάλο και πολύ μεγάλο, κατέστη λοιπόν εξαιρετικά σχετική και η αξιολόγηση των μεγεθών είχε σε πολλές περιπτώσεις αντιστραφεί και σε άλλες ακυρώθηκε παντελώς. Με τον καιρό αναπτύχθηκαν και νέες γλώσσες που απείχαν πολύ η μια από την άλλη. Τελικά, αναπτύχθηκε μια νέα γλώσσα για κάθε δύο ανθρώπους. Η οικονομία των ανταλλαγών είχε επίσης αλλάξει και το εμπόριο δεν υπήρχε πια. Στην αρχή, ήταν όλοι φτωχοί μέχρι που όλοι έγιναν πλούσιοι καθώς ό,τι είχε ο καθένας ήταν αρκετό. Μάλλον και η επιθυμία άλλαξε, είπαν πως δεν ίσχυε πια.

Ο Θεός είχε γίνει ή πολύ σημαντικός ή παντελώς ασήμαντος. Κάποιοι πίστεψαν πιο πολύ, κάποιοι σταμάτησαν να πιστεύουν για πάντα. Μετά, έγιναν όλοι θεοί και πίστευε ο ένας στον άλλο. Αυτοί που ήταν κοντά στη θάλασσα ήταν πιο ευτυχείς. Όχι πως διευκολυνόταν η δυνατότητα της φυγής - εξάλλου, η επιθυμία για ταξίδια είχε σβήσει τελείως - αλλά, γιατί η θάλασσα τούς επέτρεπε τη φαντασία αυτής της δυνατότητας. Στην Ελβετία άρχισαν να τρυπούν τις 'Αλπεις για να δουν τον ωκεανό. Τις τρύπησαν. Τον είδαν. Έκλεισαν τα μάτια. Θυμήθηκαν ακριβώς τι σημαίνει άνθρωπος και μετά το ξέχασαν και πάλι για πάντα.

Νεόφυτος Επιφανείου
Λονδίνο, 20/4/2010

(Δημοσιεύτηκε στον Πολίτη στις 27/4/2010 - Κωδικός άρθρου: 942697)

Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Καρναβάλι Λεμεσού: Η ασχολίαστη μεταποίηση του υπερβατικού “ποιος είμαι;” στο μιμητικό “τι είμαι;”

“Πρέπει να ομολογήσομεν, ότι οι Καλλικάντζαροι
μας λείπουν επαισθήτως από την ζωήν μας”
Παύλος Νιρβάνας

“Το Λεμεσιανό Καρναβάλι βγαίνει μέσα από την ιδιοσυγκρασία ενός Λαού. Του Λαού της Λεμεσού”
Άντης Ψημενόπουλος


“Διασκεδάστε και απόψε κόσμια και ωραία όπως πέρασε όλο το καρναβάλι”, αυτή ήταν η προτροπή του Δημάρχου Λεμεσού Αντρέα Χρίστου στο χαιρετισμό που απηύθυνε κατά τη λήξη του καρναβαλιού, στον υπαίθριο Xορό του Κάστρου. Προτροπή που αποκαλύπτει την οξύμωρη οικειοποίηση της γιορτής από την οργανωμένη πολιτεία και που δηλώνει ταυτόχρονα την απόσταση του αφηγήματος της “καρναβαλικής μέθης” από τη σύγχρονη έκφραση του καρναβαλιού. Έτσι που να αντικατοπτρίζει τελικά - αντί να υπερβαίνει όπως θα ήλπιζε κανείς - την πολυπλοκότητα της ελληνοκυπριακής ταυτότητας.

Το Λεμεσιανό Καρναβάλι αποτελεί αναμφισβήτητα τη σημαντικότερη λαϊκή γιορτή στην Κύπρο με τη συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων Λεμεσιανών και με σημαντική μετακίνηση Κυπρίων από άλλες πόλεις. Οι εκδηλώσεις που διεξάγονται κατά τη διάρκεια δύο εβδομάδων - οργανωμένων κυρίως σε δημοτικές δραστηριότητες αλλά και σε χορούς σχημάτων ή ιδιωτικούς χορούς - φαίνεται να μεταλλάσσονται έντονα τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ παράλληλα η “φιλολογία” που συνοδεύει την ιστορία τους διατηρείται σταθερά ασυνεπής ως προς την προφανή εκδήλωσή τους. Οι δύο βασικοί άξονες που χαρακτηρίζουν τις εν λόγω εικασίες είναι η αστοιχείωτη και αντιεπιστημονική προβολή του σύγχρονου καρναβαλιού ως συνέχεια των αρχαιοελληνικών λατρευτικών παραδόσεων (έτσι που να εξυπηρετεί τελικά το πατριωτικό αφήγημα), όπως επίσης και η υπόθεση της “καθαρτικής” λειτουργίας του ως σταθερή κοινωνική ανάγκη (μέσα από τη χριστιανικό-ψυχαναλυτική μείξη που χαρακτηρίζει ειδικά την ελληνοκυπριακή και ελληνική ιδιοσυγκρασία) [1].

Στο κλασικό πια σύγγραμμά του, “Ο François Rabelais και η λαϊκή κουλτούρα του μεσαίωνα και της αναγέννησης” [2], ο Ρώσος θεωρητικός Mikhail Bakhtin (1895 – 1975) αναλύει το καρναβάλι και προσδιορίζει την έννοια του “καρναβαλικού” (“carnavalesque”) ως μια σειρά συντεταγμένων που προκαλούν την κοινωνική ανατροπή των ηγεμονικών σχημάτων. Για την ακρίβεια ο Bakhtin βλέπει στο καρναβάλι μια σημαντική λειτουργία καθώς δίνει την ευκαιρία στο λαό – με συμβολικό τρόπο και για συγκεκριμένη περίοδο – να ανατρέψει τις επιβεβλημένες ιεραρχήσεις μεταξύ των εξουσιαστών και των εξουσιαζομένων, των ευγενών και των κοινών, μεταξύ του υψηλού και του χαμηλού, κ.ο.κ. Η ανάγνωση του Bakhtin, που σήμερα τυγχάνει συστηματικής κριτικής, κυρίως ως προς την αναλογία της με το έργο του Rabelais [3], παραμένει μια από τις βασικές θεωρίες για τη σημασία του καρναβαλιού ως αντι-δομική τελετουργία.

Μελετώντας τις πρωτογενείς πηγές (κυρίως καταχωρήσεις σε εφημερίδες και φωτογραφικό υλικό), θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι υπήρξε κάποτε και στο καρνάβαλι της Λεμεσού, όπως επίσης και γενικότερα στις αποκριάτικες εκδηλώσεις σε ολόκληρη την Κύπρο, κάποια διάθεση ανατρεπτικής έκφρασης του γκροτέσκου ανάλογη με αυτήν που περιγράφει ο Ρώσος συγγραφέας [4]. Αυτό που θα ήθελα όμως να σχολιάσω σε σχέση με το πιο πάνω είναι η ασυνέπεια που χαρακτηρίζει η ανασκευή του καρναβαλιού ως αστική γιορτή και την επιλεκτικότητα όσον αφορά στην καταγραφή της μνήμης του. Διαδικασία που επηρεάζει γενικότερα την καταγραφή της μνήμης της Λεμεσού και που τονίζεται ανησυχητικά μέσα από λευκώματα και κείμενα αναμνήσεων, καθώς οργανώνεται γύρω από την μονοδιάστατη υπερτροφία της δραστηριότητας της νεοσυσταθείσας αστικής τάξης κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα [5]. Έτσι και σε αυτήν την περίπτωση, η προσπάθεια αναμόρφωσης της γιορτής μέσα από τα νέα δεδομένα όπως διαμορφώνονται στις αρχές της Αγγλικής Κυριαρχίας, θεωρείται συστηματικά η απαρχή του σύγχρονου καρναβαλιού χωρίς κανένα σχολιασμό για την ένταση που σημειώνεται κατά την περίοδο αυτή και που εξακολουθεί να γίνεται αντιληπτή χρόνια μετά: αναφέρομαι στην αντιπαλότητα μεταξύ της ευπρεπισμένης αστικοποίησης του καρναβαλιού και της γκροτέσκας μορφής της “πελλόμασκας”. Η άρνηση κριτικού σχολιασμού του πιο πάνω πιστεύω πως είναι ιδιαίτερα ενδεικτική, καθώς τονίζεται από το σύνηθες σχήμα: εικασίες για την αρχαιότητα – κενό – σύγχρονη αδιαπραγμάτευτη εκδήλωση.

Όπως γράφει ο Μπάμπης Αναγιωτός (2008) [6] ανασκευάζοντας τις ίδιες πηγές και την ίδια δομή με το πλούσιο σε αναφορές βιβλίο της Αγνής Μιχαηλίδου (1981) [7], “το 1898 ιδρύεται το πρώτο Κομιτάτο, η επιτροπή δηλαδή, που είχε σαν στόχο την αναβάθμιση της γιορτής, με την βράβευση των καλύτερων μασκαράδων, για να σταματήσει “Η αηδής και πρόχειρος μεταμφιέσις” αφού μέχρι τότες μερικές “πελλόμασκες” τριγυρνούσαν στους δρόμους και πείραζαν τους περαστικούς. Η επιτροπή αυτή έδωσε κάποια ώθηση στη γιορτή, γιατί βλέπουμε στον τύπο του 1904 ότι κάποιος έμπορος διαθέτει προς ενοικίαση καρναβαλιστικές ενδυμασίες “ντόμινα, κλόουν, Μπαλιάτσικα, προς δε πλήρες ενδυμασίας Τουρκίας, Ισπανίας και αρχαίας Ιταλίας””. Η επιτροπή που συγκροτήθηκε από ιδιωτική πρωτοβουλία και που βράβευσε τον Γιάγκο Λανίτη μεταμφιεσμένο σε Διογένη με το φανάρι του “δεν κατάφερε και πολλά”, όπως δηλώνει ο συγγραφέας, ξαναπαρουσιάζεται όμως με μεγαλύτερη επιτυχία το 1906. Ο Αναγιωτός εξηγεί: “Με πολλές προσπάθειες και με το πέρασμα του χρόνου άρχισε να γίνεται έθιμο για την πόλη”, ενώ αφήνει ασχολίαστη την διαδικασία της “εθιμοποίησης”.

Ο Τίτος Κολώτας σε ένα πιο πρόσφατο άρθρο του, στην τοπική εφημερίδα “Τα Νέα της Λεμεσού” (29 Ιανουαρίου 2010), περιγράφει τις “μέρες δόξας λαμπρές” που πέρασε το καρναβάλι “στην σύγχρονη ιστορία μετά την τουρκοκρατία” παραπέμποντας στις ίδιες πηγές με τους προγενέστερους. Ταυτόχρονα αναφέρει ότι “το Λεμεσιανό καρναβάλι στο βάθος της ιστορίας του δεν υπήρξε απλώς ένα ψυχαγωγικό “πανηγύρι”” αλλα ένα “ιστορικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, καλλιτεχνικά, οικονομικά, ακόμη και πολιτικά και εθνικά πολυσήμαντο πολυδιάστατο γεγονός με πολύπλευρες διαστάσεις και ενδιαφέρον”. Ο συγγραφέας “τεκμηριώνει” τα πιο πάνω αναφερόμενος στην επίσκεψη του Μιχάλη Βολονάκη στην Λεμεσό, τότε διευθυντή του Παγκύπριου Γυμνασίου και αργότερα καθηγητή του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο T. Κολώτας αφηγείται ότι ο Βολονάκης παρακολούθησε την παρέλαση και είδε την “συνήθη καρναβαλιστική παρουσία” (…) “των τελευταίων χρόνων του 19ου και των αρχών του 20 αιώνα” που ήταν “Η αναπαράσταση μιας εγκύου γυναίκας που μέσα από λυγμούς και γοερές κραυγές και με την συνοδεία και συμπαράσταση άλλων γυναικών, όλοι άντρες μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες, προσπαθούσε να γεννήση”. Ο Βολονάκης αντιμετώπισε τις τότε επικρίσεις των Λεμεσιανών για το “απαιχθές αυτό θέαμα” και τους εξήγησε ότι αυτό που βλέπουν “έχει ιστορική σημασία” και συνδέεται με τον μύθο του Θησέα και την άφιξη του στην Αμαθούντα καθώς επίσης και με την παράδοση που “οι Αμαθούσιοι γιόρταζαν κάθε χρόνο με μεταμφίεση σε αναπαράσταση της σκηνής κοιλιοπονήματος της Αριάδνης”. Ο Τ. Κολώτας μας λέει στην συνέχεια ότι “Η εμπειρία αυτή έκαμε τους Λεμεσιανούς να εκτιμήσουν το αρχαιοπρεπές αυτό έθιμο”, ερμηνεία που σχολιάζει ως “την πιο τρανή ιστορική απόδειξη της διασύνδεσης της αρχαιότητας με την σύγχρονη παράδοση άρα και τις βαθιές ρίζες και πηγές του καρναβαλιού τους, ίσως μάλιστα αυτό να θεωρείται και ως απόδειξη ότι το λεμεσιανό καρναβάλι είναι και το αρχαιότερο στον κόσμο”. Αυτό που δεν μας εξηγεί βέβαια ο συγγραφέας είναι το πως μια τέτοια ανεκδοτική πληροφορία μπορεί να θεωρηθεί αξιόλογη για την απόδειξη των εν λόγω σοβαρών εικασιών και πέραν αυτού πως η προτεινόμενη συνεχιστικότητα αποδεικνύεται μέσα σε ένα χρόνο που ιστοριογραφεί ο ίδιος τόσο ελλειπτικά καθώς το πέρασμα από την αρχαιότητα στον 20 αιώνα χαρακτηρίζεται από το μεταξύ τους απροσδιόριστο κενό. Η πιο πάνω μη σοβαρή αντιμετώπιση έχει βέβαια σοβαρές επιπτώσεις καθώς επικυρώνει την αφηρημένη και αντιεπιστημονική γραμμική ιστορία και ακυρώνει συνάμα τη σωστή εστίαση για την ανάλυση του κοινωνικού αυτού φαινομένου.

Το Λεμεσιανό Καρναβάλι και το αφήγημα του, αποκαλύπτουν τελικά χρήσιμα στοιχεία για την κατανόηση της σύγχρονης ελληνοκυπριακής αστικής κουλτούρας. Ιδιαίτερα ενδεικτική είναι κατά τη γνώμη μου η διάσταση μεταξύ του “φαίνομαι” και του “είμαι” όπως καταγράφεται σε όλες τις πιο πάνω αναφορές. Η κλασική αυτή αντίθεση παρουσιάζεται στο πλαίσιο του Καρναβαλιού τονισμένη καθώς εμπλέκεται και ένας τρίτος παράγοντας, ιδιαίτερα αποκαλυπτικός, αυτός της αμφίεσης. Έτσι που το τι “επιλέγει κανείς να είναι” δεν κρύβει μόνο αυτό που “είναι” αλλά κυρίως αποκαλύπτει αυτό που “θέλει να είναι” ή και το αδύνατο αυτού που “θα ήθελε να ήταν”.

Τα βασικά στοιχεία της αστικοποίησης της γιορτής φαίνεται από τις πιο πάνω αναφορές να είναι ταυτόσημα με την εγκαθίδρυση δυτικών αρχετυπικών αμφιέσεων (“ντόμινα, κλόουν, Μπαλιάτσικα”), και την εμφάνιση του καρναβαλικού “εθνικού-τουρισμού” (“ενδυμασίας Τουρκίας, Ισπανίας και αρχαίας Ιταλίας”). Τα στοιχεία αυτά, τονισμένα απο τη νέα δυναμική που παρατηρείται στο νησί [9], εξακολουθούν ακόμη να αποτελούν τη βασική έκφραση του καρναβαλιού και στις μέρες μας, παρόλο που τα πρότυπα όπως και οι αναφορές έχουν αλλάξει (βλέπε ενδεικτικά το γεγονός της ντισνεϋοποίησης του καρναβαλιού από την δεκαετία του 70 και έπειτα).

Η “πελλόμασκα” εντωμεταξύ – ως η κατοχυρωμένη αντίθεση της πιο πάνω έκφρασης (προγενέστερη και ταυτόσημη) – χαρακτηρίζεται από την αφηρημένη αμφίεση, ενώ η δυναμική της έγκειται στην απόκρυψη της ταυτότητας του μασκαρεμένου. Συχνά το πρόσωπο καλύπτεται και ο μασκαρεμένος ντύνεται αυθόρμητα με ό,τι βρει, αλλοιώνοντας τη φωνή του και αλλάζοντας το βάδισμα του. Οι επισκέψεις σε σπίτια φίλων, συγγενών ή και σε καθηγητές, καταλήγει πάντα σε παιχνίδι αναγνώρισης.

Η διαφορά των δυο αυτών σχημάτων είναι ριζική και έγκειται στην ξεκάθαρη απόσταση των προθέσεων του μεταμφιεσμένου, που στη μια περίπτωση πηγάζει από το υπερβατικό “ποιος είμαι;” (“πελλομασκα”) ενώ στην άλλη από το μιμητικό “τι είμαι;” (αμφίεση σε αναγνωρίσιμα αρχέτυπα). Η διαδικασία της εν λόγω αντιπαλότητας και τελικά η ενδεικτική νίκη κατά της “πελλόμασκας” (με ότι αυτή προϋποθέτει συμβολικά) φαίνεται να έγινε με πολύ αργούς ρυθμούς και να είναι συναφής με την αστικοποίηση της πόλης και την εγκαθίδρυση της νέας ταξικής δομής. Η ίδια αργή μεταποίηση φαίνεται επίσης να σχετίζεται με την συνεχιζόμενη, ακόμη και στις μέρες μας, διαδικασία της εκδυτικοποίησης (βλέπε εξευρωπαϊκοποίησης) της κυπριακής ταυτότητας. Τελικά το καρναβάλι, ως πολλαπλασιασμός του “φαίνομαι”, αποκαλύπτει τις προθέσεις καθώς αποκρύπτει την ταυτότητα, μόνο όμως σε όσους είναι διατεθειμένοι να παίξουν το παιχνίδι αναγνώρισης της “πελλόμασκας”.



[1] “Οι ρίζες του Καρναβαλιού είναι πάρα πολύ βαθιές και στενά συνδεδεμένες με την ιστορία του Ελληνισμού, φαίνεται δε πως σαν γιορτή έχει σχέση με την αρχαιότητα, τα αρχαία Διονύσια κατά τα οποία γίνονταν οι δραματικοί αγώνες των τριών κορυφαίων της εποχής, των τραγικών μορφών της ιστορίας μας, Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη. […] Με δυο λόγια θα λέγαμε πως οι Αποκριές είναι μια καλή, σοφή ψυχολογική εισαγωγή στην περίοδο της νηστείας και προετοιμασίας για τη μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης, του Πάσχα, που έρχεται σε ενάμιση περίπου μήνα αργότερα. Με τη διαδικασία της Απόκρεω, ο άνθρωπος βρίσκει διέξοδο στην ελεύθερη, ασυντόνιστη και σχεδόν ασυγκράτητη έκφραση του, είναι γι' αυτόν μια ευκαιρία να εκτονωθεί, ώστε να είναι έτοιμος να αρχίσει τη διαδικασία της νηστείας που αρχίζει την Καθαρά Δευτέρα. 'Ετοιμος ψυχικά και σωματικά για την παρακολούθηση του Θείου Πάθους και της Μεγάλης Εβδομάδας που ακολουθεί.” Ιστοσελίδα Δήμου Λεμεσού, “Πως γεννήθηκε και πως γιορτάζεται το Καρναβάλι” (http://www.limassolmunicipal.com.cy/carnival/foto.html)

[2] Η διατριβή του Bakhtin με τον πιο πάνω τίτλο κατατέθηκε κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και υποστηρίχτηκε κάποια χρονιά μετά. Λόγω της έντονης ανατρεπτικότητας των θέσεων του, η επιτροπή δεν του απένειμε τον τίτλο του Δόκτορα. Τελικά το κείμενο εκδόθηκε χρόνια μετά, το 1965, με τίτλο “Ο Rabelais και ο κόσμος του”.

[3] Η κύρια κριτική αφορά στο ότι σε μια εποχή αναλφάβητων ο Rabelais δεν θα μπορούσε να απευθύνεται στο λαϊκό κοινό και το λαϊκό κοινό δεν θα μπορούσε να αντικατοπτρίζεται μέσα από το έργο του.

[4] Καθώς δεν έφτασε στην αντίληψη μου καμία συστηματική λαογραφική ή ιστοριογραφική μελέτη, προτείνω τις πιο κάτω παρατηρήσεις με σχετική επιφύλαξη. Εντωμεταξύ, τα συμπεράσματα μου που αφορούν στην σύγχρονη εκδήλωση του καρναβαλιού, και που ως Λεμεσιανός είχα την εμπειρία, προκύπτουν από προσωπικές παρατηρήσεις.

[5] Βλέπε ενδεικτικά την πρόσφατη έκδοση του Τάσου Α. Ανδρέου, Λεμεσός, Αναδρομή μνήμης, Εκδόσεις Νόστος, Λεμεσός, 2009

[7] Έν χορδαῖς καὶ ὀργάνοις, Διασκέδαση και Ψυχαγωγία στην Κυπρο από την Αρχαιότητα μέχρι την Ανεξαρτησία, Επιμέλεια Χριστίνα Χριστοδούλου, Πολιτιστικο Κέντρο Τράπεζας Marfi Laiki, Λευκωσία, 2008

[8] Αγνή Μ. Μιχαηλίδου, Λεμεσός, Η Παλιά πολιτεία, Λευκωσία, 1981

[9] Μετά τα πρώτα 10 χρονια αστάθειας της Αγγλικής κυριαρχίας στην Κύπρο σημειώνεται σημαντική ανάπτυξη την οποία απολαμβάνει ειδικά η Λεμεσός που διαδέχεται την Λάρνακα ως το νέο αστικό κέντρο του νησιού. Τη ρυμοτομία και τα αλλά εργά υποδομής ακολουθούν η εμπορική και κοινωνική αναπτυξή. Ο αριθμός των κατοίκων το 1881 ήταν 6.131 ενώ το 1960 ανέβηκε στους 43.593.

(Δημοσιεύτηκε με μειωμένες υποσημειώσεις και με τιτλο "Κατόπιν Εορτης, Σκέψεις για το καρναβάλι της Λεμεσού" στον Πολίτη στις 21/3/2010 - Κωδικός άρθρου: 936180)

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

"Η Βαντζελίνη εν' φυλή συνότζιαιρη του κόσμου"

Ορμώμενος από τα τελευταία επεισόδια της σειράς "Αίγια Φούξια" και συγκεκριμένα από την περιπετειώδη αντιστροφή της σεξουαλικότητας του Βαντζελή (με όλες τις ανακατατάξεις που επέφερε στην κοινωνία του Παλιοχωρίου), θα ήθελα να εκφράσω αυτό που πιστεύω ότι προκύπτει από τους σεναριογράφους ως ομοφοβικό και που αποδεικνύεται, κατά τη γνώμη μου, εξαιρετικά προβληματικό, δεδομένης της αυξημένης τηλεθέασης της σειράς. Ξεκαθαρίζοντας τις προθέσεις μου, επισημαίνω ότι δεν επιθυμώ να εκμηδενίσω την αξία της σειράς, που καταφέρνει με σχετική πρωτοτυπία να εκσυγχρονίσει την παρωχημένη αισθητική και θεματολογία του κυπριακού σκετς: Ενός τηλεοπτικού είδους τόσο παλιού όσο η κυπριακή τηλεόραση, με ιδιαίτερο συμβολικό ενδιαφέρον, καθώς καθρεφτίζει συμπλέγματα προβολών και αντιφάσεων και αποκαλύπτει καίριους κώδικες κατανόησης της ελληνοκυπριακής ταυτότητας.

Η βίαιη εμπειρία της αστικοποίησης και, κατά συνέπεια, η αντίθεση της υπαίθρου και της πόλης, είναι μια από της βασικότερες δομές της σύγχρονης ελληνοκυπριακής ιδιοσυγκρασίας. Σχολιάζοντας συχνά τη σχέση αυτή, η θεματολογία των σκετς προκύπτει σαν αντιφατικός δεσμός νοσταλγίας και απόρριψης. Οι χαρακτήρες τους είναι τις πλείστες φορές αυτοί από τους οποίους οι κάτοικοι των πόλεων πιστεύουν ότι προέρχονται, και που σε μεγάλο βαθμό νοσταλγούν, αλλά που συνάμα αποτελούν το μέτρο της απόστασής τους από το παρελθόν, στο οποίο δεν θέλουν να επιστρέψουν. Δηλαδή, αυτοί που πιστεύουν ότι ήταν κάποτε και αυτοί που με κανένα τρόπο δεν θα ήθελαν να είναι ποτέ πια ξανά. Συχνά, γκροτέσκες καρικατούρες ή σχηματικές απλοποιήσεις, οι ήρωες των σκετς προκαλούν γέλιο και συμπάθεια. Η σειρά του ΡΙΚ "Ίντα Τζαιρούς Εφτάσαμεν" θα μπορούσε να θεωρηθεί το σημείο ωρίμανσης της πιο πάνω διαλεκτικής και το σίριαλ του ΣΙΓΜΑ "Βουράτε Γειτόνοι" μια πρώτη προσπάθεια αναθεώρησής της.

Το μοντέλο αντίθεσης στο οποίο αναφέρομαι, πιστεύω πως παρέμενε αμετάβλητο όσο οι μετανάστες στις πόλεις συνδέονταν με τα χωριά και όσο μπορούσαν ακόμη να ανακαλέσουν ως παιδική εμπειρία ή έστω ως παραθεριστική ανάμνηση, τη σχέση τους με την ύπαιθρο. Λόγω, όμως, της αποδυνάμωσης (αν όχι της εξάλειψης) της αγροτικής μνήμης και της αποκοπής της μάζας των κατοίκων των πόλεων από τα χωριά, το σκετς υποβαθμίστηκε σταδιακά από καθρέφτη μιας πραγματικότητας σε απόηχο μιας παρωχημένης ανάμνησης.

Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, έρχεται η "Αίγια Φούξια" να πραγματευτεί αυτήν ακριβώς την απόσταση. Η αφήγηση τοποθετείται στο αδιευκρίνιστο παρελθόν (περίπου100 χρόνια πριν) σε ένα επιτηδευμένα τυποποιημένο χωριό της ορεινής Κύπρου, το Παλιοχώρι. Μέσα από τη δυναμική συστηματικών αναχρονισμών και δραματικών παλινδρομήσεων, οι χαρακτήρες αναπτύσσονται σαν "διαχρονικές" καρικατούρες ηθογραφικής διάστασης. Όμοιοι στη βάση τους με ανάλογους ήρωες σύγχρονων ελληνικών κωμικών σειρών (βλέπε "Παρά πέντε", "Εγκλήματα", κ.ο.κ.), τυγχάνουν τελικά του μονοδιάστατου χειρισμού των χαρακτήρων κινουμένων σχεδίων, έτσι που να προκύπτουν πρωτότυπα σαν "διεφθαρμένα" στρουμφάκια. Δεδομένης, λοιπόν, της έντονης σχηματοποίησης που προϋποθέτει η δομή αυτή, οι "παλιοχωρκάτες" εκδηλώνονται ατομικά σαν κακέκτυπα κυπριακών αρχέτυπων (η "παλαβή", η "σιεροκουτάλα", ο "σπαγκοραμμένος" κ.ο.κ.) ενώ συλλογικά συγκροτούν μια υπερμεγεθυμένη κωμική τερατοποίηση των διαχρονικών παθών της κυπριακής κοινωνίας με κύρια χαρακτηριστικά τη μισαλλοδοξία και τη φιλαργυρία. Με αυτά δεδομένα, και με την ελαστικότητα που προϋποθέτει η σάτιρα, οι χαρακτήρες απομακρύνονται από το πολιτικά ορθό (βλέπε ενδεικτικά τον αλλοδαπό που υπάρχει μόνο μέσα από τον χαρακτηρισμό "μαύρος"), ενώ φλερτάρουν ταυτόχρονα με προοδευτικές ιδέες που ασκούν κριτική σε προηγούμενες συντηρητικές θέσεις της τηλεόρασης και της κοινωνίας γενικότερα. Τελικά, αυτό που διαφαίνεται ιδιαίτερα προβληματικό, είναι το σημείο που διαχωρίζει την πολιτική ορθότητα από την πολιτική ευθύνη. Το ερώτημα που τίθεται, κατά συνέπεια, είναι το εξής: Ποια είναι η θέση των σεναριογράφων και των παραγωγών της σειράς, δεδομένης της αυξημένης τηλεθέασης και της ηθοποιητικής δύναμης της τηλεόρασης, που διαμορφώνει απόψεις, επικυρώνει συμπεριφορές και στιγματίζει λειτουργίες;

Σε αυτό το πλαίσιο κριτικής, πιστεύω ότι αποκτά ιδιαίτερη θέση ο χαρακτήρας του Βαντζελή για μια σειρά λόγων. Ο κυριότερος από αυτούς είναι η ανάγκη για σωστή πραγμάτευση του θέματος της ομοφυλοφιλίας που βρίσκει την Κύπρο σαν μια από τις πιο ρατσιστικές και συντηρητικές ευρωπαϊκές χώρες. Σχετική έρευνα καταδεικνύει ότι "η κυπριακή κοινωνία στερείται κοινωνικής ενότητας και αλληλεγγύης", με μόνο 38.4 % των Κυπρίων να βρίσκουν την ομοφυλοφιλία αποδεχτή, ενώ γενικότερα επιδεικνύεται "ελάχιστη ανεκτικότητα για ξένους, ομοφυλόφιλους και ανύπαντρους γονείς σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες" (1). Έτσι, αν και θα ήταν ενδεχομένως ορθότερο να μελετηθεί μονογραφικά ο Βαντζελής μετά την λήξη της σειράς, τα μέχρι στιγμής δεδομένα προδιαγράφουν την αρνητική κρυστάλλωση (και κατά συνέπεια την αρνητική επιρροή) του εν λόγω χαρακτήρα, γεγονός που ελαχιστοποιεί τις προοπτικές μετάκλησης του δυσάρεστου σχήματος που δημιουργείται. Ο Βαντζελής, λοιπόν, εκπροσωπεί και μετατοπίζει ένα από τα σημαντικότερα ταμπού της σύγχρονης ελληνοκυπριακής κοινωνίας με ασφυχτικά μονοδιάστατο τρόπο και χωρίς να τυγχάνει καμίας διόρθωσης. Αυτό έχει ως συνέπεια, η πρώτη φορά που ο χαρακτήρας του ομοφυλόφιλου παρουσιάζεται στην κυπριακή τηλεόραση, να γίνεται με τον ομοφοβικό τρόπο του αμερικάνικου κινηματογράφου του '20 και του '30, όπου ο ομοφυλόφιλος προβάλλεται αποκλειστικά σαν παραμορφωτικός καθρέφτης του ανδρισμού, κάτι που ενδυναμώνει την στερεότυπη αντρική συμπεριφορά και εκμηδενίζει την ταυτότητά του, προσκολλώντας την στη γυναικεία. Το πιο πάνω δεν μπορεί παρά να αποτελεί επιλογή για τους σεναριογράφους της "Αίγια Φούξια", καθώς ο Βαντζελής δεν ανταποκρίνεται στην εικόνα του σύγχρονου Ελληνοκύπριου ομοφυλόφιλου ενώ απομακρύνεται επίσης τόσο από την ιστορική θέση του ομοφυλόφιλου στην κυπριακή κοινωνία (στην αγροτική Κύπρο σε αυτή την περίπτωση) όσο και από τη σύγχρονη αντιμετώπιση του θέματος της ομοφυλοφιλίας από τη δυτική κινηματογραφική και τηλεοπτική πραγματικότητα.

Τα σχετικά παραδείγματα της αμερικανικής ταινίας "Brokeback Mountain" και των ελληνικών σειρών "Κλείσε τα μάτια" και "Πολυκατοικία" αποτελούν προσπάθειες διόρθωσης της στερεότυπης αυτής αντιμετώπισης, προβάλλοντας τη σύγχρονη κατανόησή της όχι μόνο σαν μια σεξουαλική κατεύθυνση (παρέκκλιση στις χειρότερες περιπτώσεις) αλλά και σαν συναισθηματική και ρομαντική έλξη ατόμων του ιδίου φύλου. Το "Brokeback Mountain" είναι ένα καλό συγκριτικό παράδειγμα, καθώς χειρίζεται το σχετικό θέμα της βουκολικής αμερικανικής υπαίθρου. Η κριτική μου για αυτή την προβληματική επιλογή ενισχύεται από την απόφαση των σεναριογράφων να καταδικάσουν τον χαρακτήρα σε μια σισύφεια μοναξιά. Ενώ, λοιπόν, οι άλλοι ήρωες φαίνεται να λειτουργούν σε δυάδες (συχνά ερωτικές, έτσι που συμπληρώνουν και διαμορφώνουν ο ένας τον άλλο) ο Βαντζελής είναι καταδικασμένος σε μια "κεκλεισμένων των θυρών" κόλαση χωρίς τους "όμοιους-άλλους". Ο "μόνος gay στο χωριό" ενσαρκώνει τελικά την πιο σκληρή κοινωνική δομή, αυτή της μοναχικής μοναδικότητας. (2)

Τελειώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι στα τελευταία επεισόδια ο Βαντζελής απόλαυσε το εξαιρετικό προνόμιο της αντιστροφής του κοινωνικού του ρόλου για να επιστρέψει τελικά στον παλιό "καλό" του εαυτό και να διακηρύξει με πατριωτικό στόμφο πως: "Η Βαντζελίνη εν'φυλή συνότζιαιρη του κόσμου". Μέσα από αυτή τη διαδικασία αποκαλύφθηκε μια νέα - επιφανειακά ορθότερη - προοπτική ανάγνωσης του χαρακτήρα, καθώς τελικά δεν λειτούργησε απλώς ως ετεροφυλόφιλος άντρας αλλά ως η ακριβής αντίθεση της καρικατούρας του: σεξιστής, αντιπαθής και αδίσταχτος. Αυτό το σημείο μπορεί να βοηθήσει στην αποκωδικοποίηση που εισηγούμαι, καθώς τελικά όσο οικείος είναι ο θηλυπρεπής-Βαντζελής στην εικόνα του σύγχρονου ομοφυλόφιλου Ελληνοκύπριου, τόσο οικείος είναι και ο macho-Βαντζέλαρος στην εικόνα του σύγχρονου ετεροφυλόφιλου Ελληνοκύπριου. Αυτό, από μόνο του, θα μπορούσε να υποστηρίξει το αντίθετο επιχείρημα: Ότι, δηλαδή, ο Βαντζελής είναι μια σατιρική παρουσίαση ενός στερεότυπου και όχι μια στερεότυπη παρουσίαση ενός κοινωνικού ρόλου. Όμως, οι συγκριτικές διακυμάνσεις που υπάρχουν στη σειρά μέσα από τους χαρακτήρες των ετεροφυλόφιλων και που, δυστυχώς, λείπουν μέσα από το μοναδικό χαρακτήρα του ομοφυλόφιλου, καθιστούν αδύνατη την πιο πάνω απλοποίηση.

Μια από τις βασικές σταθερές της σύγχρονης κωμωδίας είναι η μετωνυμική χρήση στερεοτύπων για την αποκάλυψη και κριτική τους. Αυτό αποτελεί για την ακρίβεια την κυριότερη τακτική της σύγχρονης αγγλοσαξονικής σάτιρας που βασίζεται στη διακειμενικότητα πολύπλοκων αλλά κατοχυρωμένων αναφορών. Ανάλογα τέτοια μοντέλα, όπως για παράδειγμα ο "Bruno", ή το "Little Britain", βασίζονται στη χρήση μιας πολιτικά μη ορθής γλώσσας με σκοπό να ασκήσουν κριτική ταυτόχρονα τόσο στην επιτηδευμένη πολιτική ορθότητα όσο και στο σχήμα διάκρισης που διαπραγματεύεται. Ο λόγος όμως που ένας τέτοιος χειρισμός δεν είναι δυνατός στην "Αίγια Φούξια" και ειδικά στο ρόλο του Βαντζελή - αν αυτή τελικά είναι η πρόθεση τον σεναριογράφων - είναι γιατί το σημείο αναφοράς παραμένει κενό, ή εξαιρετικά αδύναμο. Ο Βαντζελής δεν είναι καν αναφορά, αλλά πρωτογενές υλικό για την κυπριακή τηλεόραση.

Δεδομένης λοιπόν της μη κατοχύρωσης των βασικών διεκδικήσεων των ομοφυλοφίλων στην κυπριακή κοινωνία, ο Βαντζελής βρίσκεται εγκλωβισμένος μεταξύ της διαφορετικής ταχύτητας που κινούνται οι πιθανές προθέσεις της σειράς και της δυνατότητας ανάγνωσης τους. Έτσι που φαίνεται να συνοψίζει τελικά το ταραχώδες πολιτικοκοινωνικό παρελθόν μας και τηv αδυναμία για σωστή διαπραγμάτευση του παρόντος μας.

(1) Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, Νοέμβριος 2007
(2) Στην αγγλική σειρά "Little Britain" παρατηρείται η ακριβώς αντίθετη περίπτωση. Ένας ήρωας υποστηρίζει με υπεροψία ότι είναι "ο μόνος gay στο χωριό" ενώ το χωριό φαίνεται να κατακλύζεται από ομοφυλόφιλους και το θέμα της ομοφυλοφιλίας να μην αποτελεί ταμπού για κανένα.

Νεόφυτος Επιφανείου
2/2/2010

(Δημοσιεύτηκε στον Πολίτη στις 7/2/2010 - Κωδικός άρθρου: 927225)

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

Επιστολή στον Λάζαρο Μαύρο σχετικά με την δολοφονία του Άντη Χατζηκωστή

(Η πιο κάτω επιστολή εστάλη στις 17.1.10 στην εφημερίδα σημερινή ως αντίδραση στο εν λόγω άρθρο του Λάζαρο Μαύρου. Συνέχεια σε άμεση προσωπική απάντηση από τον δημοσιογράφο που με διαβεβαίωσε για την “διαχρονικότητα του πυρήνα της σκέψης του” (γεγονός που δεν αμφισβήτησα) και με παράπεμψε σε δυο προηγούμενα άρθρα του (13.1.10 και 14.1.10), εξήγησα ότι δεν θεωρώ το θέμα προσωπικό και ότι ο λόγος που ζήτησα δημοσίευση είναι για να ακουστεί η άποψη μου (όχι μόνο από αυτόν) και αν θέλει η απάντηση του (όχι μόνο από εμένα). Παρά την επιβεβαίωσή που έλαβα (20.1.10) από τον κ. Λ. Μαύρο ότι η επιτολή μου έχει ήδη προωθηθεί προς δημοσίευση όπως τον πληροφόρησε αρχισυντάκτης κ. Μ. Παπαδόπουλο αυτό δεν έχει γίνει, τουλάχιστο μέχρι σήμερα (26.1.10). Ελπίζω και πιστεύω στην προώθηση του δημοκρατικού διαλόγου και λυπάμε για την αντιδεοντολογική στάση λογοκρισίας που ασκεί η εφημερίδα σε αντίθετες απόψεις.)

Αξιότιμε κύριε Λάζαρε Μαύρε,

Η σύλληψη των υπόπτων για την δολοφονία του Άντη Χατζηκωστή και οι πρώτες ενδείξεις από τις έρευνες της αστυνομίας αυξάνουν τις ελπίδες για την εξιχνίαση του στυγερού αυτού εγκλήματος και αποκαλύπτουν ταυτόχρονα την καιροσκοπία και ανευθυνότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε η συγκεκριμένη είδηση, τόσο από εσάς, όσο επίσης και από σειρά δημοσιογράφων και πολιτικών.

Στο άρθρο σας (Σημερινή, 13.1.10), ανάγετε την δολοφονία, βιαστικά και απερίσκεπτα, σε συνωμοσιολόγικη προπαγάνδα, εκμηδενίζοντας την πιθανότητα για εξιχνίαση του εγκλήματος έξω από το φανταστικό πλαίσιο που θέτετε με την προβληματική και μη εποικοδομητική ρητορική της δημοσιογραφικής ξύλινης γλώσσας.

Δίχως να υποπέσω στο λάθος των γρήγορων συμπερασμάτων στο οποίο πέφτετε εσείς και δεδομένης της επίσημης ανακοίνωσης τη Αστυνομίας που αποκλείει πολίτικα κίνητρα, θα ήθελα με αυτή την επιστολή να σας καλέσω να απολογηθείτε για τις δηλώσεις σας που είναι εξαιρετικά μισαλλόδοξες, μη εποικοδομητικές και αντιδεοντολογικές.

Στο εν λόγω άρθρο σας σημειώνετε: “Η Δ Ο Λ Ο Φ Ο Ν Ι Α του Άντη Χατζηκωστή σημαίνει ότι: Σχεδίασαν προμελετημένα και άρχισαν να εκτελούν τη φυσική μας εξόντωση. Για να εξολοθρεύσουν μία από τις ισχυρότερες φωνές της Αντίστασης του κυπριακού Ελληνισμού. Προκειμένου να περάσουν -νομίζουν- οι φασιστο-σχεδιασμοί τους. Και να επιβληθούν, οι εντατικοποιημένες επιχειρήσεις τους: Για τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και την παράδοσή της στους Τούρκους (συν)Αφέντες. Για τη μετατροπή της Κύπρου σε τουρκο-βρετανικό προτεκτοράτο. (…) Διότι ξέρουν πολύ καλά ότι: Όπως κατά τις επιχειρήσεις τους για να επιβάλουν το Έκτρωμα Ανάν 2002-2004, ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΤΩΡΑ, στην εντατικοποίηση των επιβουλών τους, τα ΜΜΕ του Δία, στην αγκαλιά της εμπιστοσύνης του λαού, είναι άξια και ικανά να συμβάλουν και πάλι στο λαϊκό τείχος Αντίστασης. (…) Γι’ αυτό πέρασαν πια στη φυσική εξόντωση: Τις διατεταγμένες, προμελετημένες, καλυμμένες, στυγνές, άνανδρες δολοφονίες. Ειδικής σημασίας στόχων. Με πρώτο τον Άντη μας τον Χατζηκωστή. Σε ειδικά επιλεγμένο χρόνο εκτέλεσής του: Την 1η μέρα έναρξης των «εντατικών» Χριστόφια - Ταλάτ... (…)”

Ευθύνη συνείδησης θα αποδείκνυε η απολογία σειράς συναδέλφων σας στους οποίους τις δήλωσεις δεν θα ήθελα να αναφερθώ εκτενώς, για να μη μακρηγορήσω, έτσι που αυτό να αποτελέσει άλλοθι στην μη δημοσίευση της επιστολής μου. Θα ήθελα, παρόλα αυτά, να παραθέσω δήλωσεις του Προέδρου της Βουλής Μάριου Καρογιάν (λιγότερο ανεύθυνες, αλλά με παρόμια υπονοούμενα), ο όποιος, σε μια ανάλογη με την δική σας διάθεση βεβιασμένης δημιουργίας εντυπώσεων, δήλωσε τα πιο κάτω: «(…)Αυτή την στυγνή δολοφονία την καταδικάζουμε απερίφραστα και ένα πράγμα μπορούμε να πούμε σε εκείνους που ενδεχομένως να επιζητούν την αποσταθεροποίηση του τόπου: δεν θα υπάρξει. (…) Η δημοκρατία είναι αρκετά δυνατή για να αντέχει και αυτά τα χτυπήματα. Όλοι μαζί ενωμένοι, όλοι μαζί με αποφασιστικότητα, δεν θα αφήσουμε ούτε την ανομία, ούτε το έγκλημα, ούτε τις δολοφονίες να κατισχύσουν (…)». Αναμένουμε και ελπίζουμε ότι ο κ. Μάριος Καρογιάν θα επανέλθει στις δήλωσεις του με επεξηγήσεις για το τι ακριβώς εννοούσε.

Τελειώνοντας, κάποια εύλογα ερωτήματα ως αντίδραση σε αυτά που θέτετε εσείς στη ρητορική κατάληξη του άρθρου σας: Τι μπορεί να προκαλεί το τρομερό αυτό πάθος πολιτικής συνωμοσιολογίας? Πόσο εποικοδομητικές μπορούν να είναι τέτοιου είδους παραποιημένες και πολωτικές τοποθετήσεις και ποίες οι σκοπιμότητες τους? Ποιά η δεοντολογική ευθύνη των δημοσιογράφων στο προσωπικό δράμα της οικογένειας του θύματος? Ποιά η δεοντολογική ευθύνη των δημοσιογράφων γενικότερα στη σωστή διαχείριση και διαπραγμάτευση των ειδήσεων και ποιός ο κίνδυνος από την κακή διαπραγμάτευση των πληροφοριών, δεδομένης της δύναμης που τους δίνει το επάγγελμα τους? Όσο για τους υπόλοιπους εμάς, ας αναλογιστούμε την ευκολία δημιουργίας εντυπώσεων και ας υψώσουμε ασπίδες προστασίας στη χρήση και κατάχρηση των ειδήσεων από κάποιους δημοσιογράφους.

Ελπίζοντας στην πλήρη εξιχνίαση του εγκλήματος και στην καταδίκη των ενόχων.

Με τιμή,
Νεόφυτος Επιφανείου (17.01.10)
------
Άρθρο του Λάζαρο Μαύρου (Σημερινή, 13.1.10):
Η Δ Ο Λ Ο Φ Ο Ν Ι Α του Άντη Χατζηκωστή σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε για να βγει απ’ τη μέση το Συγκρότημα ΔΙΑΣ

Η Δ Ο Λ Ο Φ Ο Ν Ι Α του Άντη Χατζηκωστή σημαίνει ότι: Σχεδίασαν προμελετημένα και άρχισαν να εκτελούν τη φυσική μας εξόντωση. Για να εξολοθρεύσουν μία από τις ισχυρότερες φωνές της Αντίστασης του κυπριακού Ελληνισμού. Προκειμένου να περάσουν -νομίζουν- οι φασιστο-σχεδιασμοί τους. Και να επιβληθούν, οι εντατικοποιημένες επιχειρήσεις τους: Για τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και την παράδοσή της στους Τούρκους (συν)Αφέντες. Για τη μετατροπή της Κύπρου σε τουρκο-βρετανικό προτεκτοράτο.

Η Δ Ο Λ Ο Φ Ο Ν Ι Α του Άντη Χατζηκωστή σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε για να βγει απ’ τη μέση το Συγκρότημα ΔΙΑΣ. Για να εξουδετερωθεί, με δολοφονημένο τον γιο του, ο Κώστας Χατζηκωστής. Για να υποταχθεί η «Σημερινή». Για να γονατίσει το «Ράδιο Πρώτο». Για να τούς προσφέρει γην τε και ύδωρ το «Σίγμα». Διότι ξέρουν πολύ καλά ότι: Όπως κατά τις επιχειρήσεις τους για να επιβάλουν το Έκτρωμα Ανάν 2002-2004, ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΤΩΡΑ, στην εντατικοποίηση των επιβουλών τους, τα ΜΜΕ του Δία, στην αγκαλιά της εμπιστοσύνης του λαού, είναι άξια και ικανά να συμβάλουν και πάλι στο λαϊκό τείχος Αντίστασης. Και σε απόρθητες εθνικές επάλξεις του λαού και της δημοκρατίας.

Γ Ι’ Α Υ Τ Ο ΣΧΕΔΙΑΣΑΝ και δολοφόνησαν τον γιο του Κώστα Χατζηκωστή. Για να στείλουν σαφές μήνυμα και στον «Φιλελεύθερο». Και στον «Αντέννα». Και σε όλους όσοι επιμένουν καθημερινά να τούς αντιστέκονται.

Α Π Ο ΧΡΟΝΙΑ έχουν ειδικά στοχοποιήσει ποια θεωρούν -και προγράφουν σε απόρρητες εκθέσεις- ως «ενοχλητικά» ΜΜΕ. Ποιες εφημερίδες, ραδιοσταθμοί και τηλεοράσεις δεν προσφέρονται, αλλά και τους εμποδίζουν «να πουλήσουν τη λύση τους» στο λαό. Από τότε που οι πρωτομάστορες του Σχ. Ανάν, έσπευδαν να αποδώσουν το υπερήφανο ΟΧΙ του 76% του λαού στους «GUGGLE δημοσιογράφους του Νότου» («κοπάδι από χήνες») όπως οι ίδιοι χαμερπώς χαρακτήριζαν…

Ε Χ Ο Υ Ν , από χρόνια, εκτοξεύσει συντονισμένες Ειδικές Επιχειρήσεις Ψυχολογικού Πολέμου εναντίον του κυπριακού Ελληνισμού. Για να τον εξουθενώσουν σε συναισθήματα ενοχής. Ως «συνένοχο» και «συνυπεύθυνο» των τραγωδιών του! Χρόνια προελαύνουν και οι Ιδεολογικές τους Ερπύστριες. Για να συντρίψουν το φρόνημα της Αντίστασης του λαού. Να τον εκμαυλίσουν και να ποδοπατήσουν κάθε υπερηφάνεια και αξιοπρέπειά του. Διαπίστωσαν ότι απέτυχαν. Γι’ αυτό πέρασαν πια στη φυσική εξόντωση: Τις διατεταγμένες, προμελετημένες, καλυμμένες, στυγνές, άνανδρες δολοφονίες. Ειδικής σημασίας στόχων. Με πρώτο τον Άντη μας τον Χατζηκωστή. Σε ειδικά επιλεγμένο χρόνο εκτέλεσής του: Την 1η μέρα έναρξης των «εντατικών» Χριστόφια – Ταλάτ…

ΕΡΩΤΗΣΗ ΤΕ
Θα συνεδριάσει άραγε εκτάκτως το Υπουργικό Συμβούλιο, η Ολομέλεια της Βουλής, το Εθνικό Συμβούλιο, οι Ηγεσίες των Κομμάτων, μαζί ή κεχωρισμένα, να ακούσουν, να μελετήσουν, να συζητήσουν και να αποφασίσουν για την αυθεντική ΚΡΑΥΓΗ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ και ανασφάλειας ΟΛΟΥ του λαού που εξέπεμψε χθες από το Ράδιο Πρώτο, για την δολοφονία του Άντη Χατζηκωστή, ο Γενικός Εισαγγελέας Πέτρος Κληρίδης;

Λάζ.Α.Μαύρος