“Πρέπει να ομολογήσομεν, ότι οι Καλλικάντζαροι
μας λείπουν επαισθήτως από την ζωήν μας”
Παύλος Νιρβάνας
“Το Λεμεσιανό Καρναβάλι βγαίνει μέσα από την ιδιοσυγκρασία ενός Λαού. Του Λαού της Λεμεσού”
Άντης Ψημενόπουλος
“Διασκεδάστε και απόψε κόσμια και ωραία όπως πέρασε όλο το καρναβάλι”, αυτή ήταν η προτροπή του Δημάρχου Λεμεσού Αντρέα Χρίστου στο χαιρετισμό που απηύθυνε κατά τη λήξη του καρναβαλιού, στον υπαίθριο Xορό του Κάστρου. Προτροπή που αποκαλύπτει την οξύμωρη οικειοποίηση της γιορτής από την οργανωμένη πολιτεία και που δηλώνει ταυτόχρονα την απόσταση του αφηγήματος της “καρναβαλικής μέθης” από τη σύγχρονη έκφραση του καρναβαλιού. Έτσι που να αντικατοπτρίζει τελικά - αντί να υπερβαίνει όπως θα ήλπιζε κανείς - την πολυπλοκότητα της ελληνοκυπριακής ταυτότητας.
Το Λεμεσιανό Καρναβάλι αποτελεί αναμφισβήτητα τη σημαντικότερη λαϊκή γιορτή στην Κύπρο με τη συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων Λεμεσιανών και με σημαντική μετακίνηση Κυπρίων από άλλες πόλεις. Οι εκδηλώσεις που διεξάγονται κατά τη διάρκεια δύο εβδομάδων - οργανωμένων κυρίως σε δημοτικές δραστηριότητες αλλά και σε χορούς σχημάτων ή ιδιωτικούς χορούς - φαίνεται να μεταλλάσσονται έντονα τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ παράλληλα η “φιλολογία” που συνοδεύει την ιστορία τους διατηρείται σταθερά ασυνεπής ως προς την προφανή εκδήλωσή τους. Οι δύο βασικοί άξονες που χαρακτηρίζουν τις εν λόγω εικασίες είναι η αστοιχείωτη και αντιεπιστημονική προβολή του σύγχρονου καρναβαλιού ως συνέχεια των αρχαιοελληνικών λατρευτικών παραδόσεων (έτσι που να εξυπηρετεί τελικά το πατριωτικό αφήγημα), όπως επίσης και η υπόθεση της “καθαρτικής” λειτουργίας του ως σταθερή κοινωνική ανάγκη (μέσα από τη χριστιανικό-ψυχαναλυτική μείξη που χαρακτηρίζει ειδικά την ελληνοκυπριακή και ελληνική ιδιοσυγκρασία) [1].
Στο κλασικό πια σύγγραμμά του, “Ο François Rabelais και η λαϊκή κουλτούρα του μεσαίωνα και της αναγέννησης” [2], ο Ρώσος θεωρητικός Mikhail Bakhtin (1895 – 1975) αναλύει το καρναβάλι και προσδιορίζει την έννοια του “καρναβαλικού” (“carnavalesque”) ως μια σειρά συντεταγμένων που προκαλούν την κοινωνική ανατροπή των ηγεμονικών σχημάτων. Για την ακρίβεια ο Bakhtin βλέπει στο καρναβάλι μια σημαντική λειτουργία καθώς δίνει την ευκαιρία στο λαό – με συμβολικό τρόπο και για συγκεκριμένη περίοδο – να ανατρέψει τις επιβεβλημένες ιεραρχήσεις μεταξύ των εξουσιαστών και των εξουσιαζομένων, των ευγενών και των κοινών, μεταξύ του υψηλού και του χαμηλού, κ.ο.κ. Η ανάγνωση του Bakhtin, που σήμερα τυγχάνει συστηματικής κριτικής, κυρίως ως προς την αναλογία της με το έργο του Rabelais [3], παραμένει μια από τις βασικές θεωρίες για τη σημασία του καρναβαλιού ως αντι-δομική τελετουργία.
Μελετώντας τις πρωτογενείς πηγές (κυρίως καταχωρήσεις σε εφημερίδες και φωτογραφικό υλικό), θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι υπήρξε κάποτε και στο καρνάβαλι της Λεμεσού, όπως επίσης και γενικότερα στις αποκριάτικες εκδηλώσεις σε ολόκληρη την Κύπρο, κάποια διάθεση ανατρεπτικής έκφρασης του γκροτέσκου ανάλογη με αυτήν που περιγράφει ο Ρώσος συγγραφέας [4]. Αυτό που θα ήθελα όμως να σχολιάσω σε σχέση με το πιο πάνω είναι η ασυνέπεια που χαρακτηρίζει η ανασκευή του καρναβαλιού ως αστική γιορτή και την επιλεκτικότητα όσον αφορά στην καταγραφή της μνήμης του. Διαδικασία που επηρεάζει γενικότερα την καταγραφή της μνήμης της Λεμεσού και που τονίζεται ανησυχητικά μέσα από λευκώματα και κείμενα αναμνήσεων, καθώς οργανώνεται γύρω από την μονοδιάστατη υπερτροφία της δραστηριότητας της νεοσυσταθείσας αστικής τάξης κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα [5]. Έτσι και σε αυτήν την περίπτωση, η προσπάθεια αναμόρφωσης της γιορτής μέσα από τα νέα δεδομένα όπως διαμορφώνονται στις αρχές της Αγγλικής Κυριαρχίας, θεωρείται συστηματικά η απαρχή του σύγχρονου καρναβαλιού χωρίς κανένα σχολιασμό για την ένταση που σημειώνεται κατά την περίοδο αυτή και που εξακολουθεί να γίνεται αντιληπτή χρόνια μετά: αναφέρομαι στην αντιπαλότητα μεταξύ της ευπρεπισμένης αστικοποίησης του καρναβαλιού και της γκροτέσκας μορφής της “πελλόμασκας”. Η άρνηση κριτικού σχολιασμού του πιο πάνω πιστεύω πως είναι ιδιαίτερα ενδεικτική, καθώς τονίζεται από το σύνηθες σχήμα: εικασίες για την αρχαιότητα – κενό – σύγχρονη αδιαπραγμάτευτη εκδήλωση.
Όπως γράφει ο Μπάμπης Αναγιωτός (2008) [6] ανασκευάζοντας τις ίδιες πηγές και την ίδια δομή με το πλούσιο σε αναφορές βιβλίο της Αγνής Μιχαηλίδου (1981) [7], “το 1898 ιδρύεται το πρώτο Κομιτάτο, η επιτροπή δηλαδή, που είχε σαν στόχο την αναβάθμιση της γιορτής, με την βράβευση των καλύτερων μασκαράδων, για να σταματήσει “Η αηδής και πρόχειρος μεταμφιέσις” αφού μέχρι τότες μερικές “πελλόμασκες” τριγυρνούσαν στους δρόμους και πείραζαν τους περαστικούς. Η επιτροπή αυτή έδωσε κάποια ώθηση στη γιορτή, γιατί βλέπουμε στον τύπο του 1904 ότι κάποιος έμπορος διαθέτει προς ενοικίαση καρναβαλιστικές ενδυμασίες “ντόμινα, κλόουν, Μπαλιάτσικα, προς δε πλήρες ενδυμασίας Τουρκίας, Ισπανίας και αρχαίας Ιταλίας””. Η επιτροπή που συγκροτήθηκε από ιδιωτική πρωτοβουλία και που βράβευσε τον Γιάγκο Λανίτη μεταμφιεσμένο σε Διογένη με το φανάρι του “δεν κατάφερε και πολλά”, όπως δηλώνει ο συγγραφέας, ξαναπαρουσιάζεται όμως με μεγαλύτερη επιτυχία το 1906. Ο Αναγιωτός εξηγεί: “Με πολλές προσπάθειες και με το πέρασμα του χρόνου άρχισε να γίνεται έθιμο για την πόλη”, ενώ αφήνει ασχολίαστη την διαδικασία της “εθιμοποίησης”.
Ο Τίτος Κολώτας σε ένα πιο πρόσφατο άρθρο του, στην τοπική εφημερίδα “Τα Νέα της Λεμεσού” (29 Ιανουαρίου 2010), περιγράφει τις “μέρες δόξας λαμπρές” που πέρασε το καρναβάλι “στην σύγχρονη ιστορία μετά την τουρκοκρατία” παραπέμποντας στις ίδιες πηγές με τους προγενέστερους. Ταυτόχρονα αναφέρει ότι “το Λεμεσιανό καρναβάλι στο βάθος της ιστορίας του δεν υπήρξε απλώς ένα ψυχαγωγικό “πανηγύρι”” αλλα ένα “ιστορικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, καλλιτεχνικά, οικονομικά, ακόμη και πολιτικά και εθνικά πολυσήμαντο πολυδιάστατο γεγονός με πολύπλευρες διαστάσεις και ενδιαφέρον”. Ο συγγραφέας “τεκμηριώνει” τα πιο πάνω αναφερόμενος στην επίσκεψη του Μιχάλη Βολονάκη στην Λεμεσό, τότε διευθυντή του Παγκύπριου Γυμνασίου και αργότερα καθηγητή του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο T. Κολώτας αφηγείται ότι ο Βολονάκης παρακολούθησε την παρέλαση και είδε την “συνήθη καρναβαλιστική παρουσία” (…) “των τελευταίων χρόνων του 19ου και των αρχών του 20 αιώνα” που ήταν “Η αναπαράσταση μιας εγκύου γυναίκας που μέσα από λυγμούς και γοερές κραυγές και με την συνοδεία και συμπαράσταση άλλων γυναικών, όλοι άντρες μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες, προσπαθούσε να γεννήση”. Ο Βολονάκης αντιμετώπισε τις τότε επικρίσεις των Λεμεσιανών για το “απαιχθές αυτό θέαμα” και τους εξήγησε ότι αυτό που βλέπουν “έχει ιστορική σημασία” και συνδέεται με τον μύθο του Θησέα και την άφιξη του στην Αμαθούντα καθώς επίσης και με την παράδοση που “οι Αμαθούσιοι γιόρταζαν κάθε χρόνο με μεταμφίεση σε αναπαράσταση της σκηνής κοιλιοπονήματος της Αριάδνης”. Ο Τ. Κολώτας μας λέει στην συνέχεια ότι “Η εμπειρία αυτή έκαμε τους Λεμεσιανούς να εκτιμήσουν το αρχαιοπρεπές αυτό έθιμο”, ερμηνεία που σχολιάζει ως “την πιο τρανή ιστορική απόδειξη της διασύνδεσης της αρχαιότητας με την σύγχρονη παράδοση άρα και τις βαθιές ρίζες και πηγές του καρναβαλιού τους, ίσως μάλιστα αυτό να θεωρείται και ως απόδειξη ότι το λεμεσιανό καρναβάλι είναι και το αρχαιότερο στον κόσμο”. Αυτό που δεν μας εξηγεί βέβαια ο συγγραφέας είναι το πως μια τέτοια ανεκδοτική πληροφορία μπορεί να θεωρηθεί αξιόλογη για την απόδειξη των εν λόγω σοβαρών εικασιών και πέραν αυτού πως η προτεινόμενη συνεχιστικότητα αποδεικνύεται μέσα σε ένα χρόνο που ιστοριογραφεί ο ίδιος τόσο ελλειπτικά καθώς το πέρασμα από την αρχαιότητα στον 20 αιώνα χαρακτηρίζεται από το μεταξύ τους απροσδιόριστο κενό. Η πιο πάνω μη σοβαρή αντιμετώπιση έχει βέβαια σοβαρές επιπτώσεις καθώς επικυρώνει την αφηρημένη και αντιεπιστημονική γραμμική ιστορία και ακυρώνει συνάμα τη σωστή εστίαση για την ανάλυση του κοινωνικού αυτού φαινομένου.
Το Λεμεσιανό Καρναβάλι και το αφήγημα του, αποκαλύπτουν τελικά χρήσιμα στοιχεία για την κατανόηση της σύγχρονης ελληνοκυπριακής αστικής κουλτούρας. Ιδιαίτερα ενδεικτική είναι κατά τη γνώμη μου η διάσταση μεταξύ του “φαίνομαι” και του “είμαι” όπως καταγράφεται σε όλες τις πιο πάνω αναφορές. Η κλασική αυτή αντίθεση παρουσιάζεται στο πλαίσιο του Καρναβαλιού τονισμένη καθώς εμπλέκεται και ένας τρίτος παράγοντας, ιδιαίτερα αποκαλυπτικός, αυτός της αμφίεσης. Έτσι που το τι “επιλέγει κανείς να είναι” δεν κρύβει μόνο αυτό που “είναι” αλλά κυρίως αποκαλύπτει αυτό που “θέλει να είναι” ή και το αδύνατο αυτού που “θα ήθελε να ήταν”.
Τα βασικά στοιχεία της αστικοποίησης της γιορτής φαίνεται από τις πιο πάνω αναφορές να είναι ταυτόσημα με την εγκαθίδρυση δυτικών αρχετυπικών αμφιέσεων (“ντόμινα, κλόουν, Μπαλιάτσικα”), και την εμφάνιση του καρναβαλικού “εθνικού-τουρισμού” (“ενδυμασίας Τουρκίας, Ισπανίας και αρχαίας Ιταλίας”). Τα στοιχεία αυτά, τονισμένα απο τη νέα δυναμική που παρατηρείται στο νησί [9], εξακολουθούν ακόμη να αποτελούν τη βασική έκφραση του καρναβαλιού και στις μέρες μας, παρόλο που τα πρότυπα όπως και οι αναφορές έχουν αλλάξει (βλέπε ενδεικτικά το γεγονός της ντισνεϋοποίησης του καρναβαλιού από την δεκαετία του 70 και έπειτα).
Η “πελλόμασκα” εντωμεταξύ – ως η κατοχυρωμένη αντίθεση της πιο πάνω έκφρασης (προγενέστερη και ταυτόσημη) – χαρακτηρίζεται από την αφηρημένη αμφίεση, ενώ η δυναμική της έγκειται στην απόκρυψη της ταυτότητας του μασκαρεμένου. Συχνά το πρόσωπο καλύπτεται και ο μασκαρεμένος ντύνεται αυθόρμητα με ό,τι βρει, αλλοιώνοντας τη φωνή του και αλλάζοντας το βάδισμα του. Οι επισκέψεις σε σπίτια φίλων, συγγενών ή και σε καθηγητές, καταλήγει πάντα σε παιχνίδι αναγνώρισης.
Η διαφορά των δυο αυτών σχημάτων είναι ριζική και έγκειται στην ξεκάθαρη απόσταση των προθέσεων του μεταμφιεσμένου, που στη μια περίπτωση πηγάζει από το υπερβατικό “ποιος είμαι;” (“πελλομασκα”) ενώ στην άλλη από το μιμητικό “τι είμαι;” (αμφίεση σε αναγνωρίσιμα αρχέτυπα). Η διαδικασία της εν λόγω αντιπαλότητας και τελικά η ενδεικτική νίκη κατά της “πελλόμασκας” (με ότι αυτή προϋποθέτει συμβολικά) φαίνεται να έγινε με πολύ αργούς ρυθμούς και να είναι συναφής με την αστικοποίηση της πόλης και την εγκαθίδρυση της νέας ταξικής δομής. Η ίδια αργή μεταποίηση φαίνεται επίσης να σχετίζεται με την συνεχιζόμενη, ακόμη και στις μέρες μας, διαδικασία της εκδυτικοποίησης (βλέπε εξευρωπαϊκοποίησης) της κυπριακής ταυτότητας. Τελικά το καρναβάλι, ως πολλαπλασιασμός του “φαίνομαι”, αποκαλύπτει τις προθέσεις καθώς αποκρύπτει την ταυτότητα, μόνο όμως σε όσους είναι διατεθειμένοι να παίξουν το παιχνίδι αναγνώρισης της “πελλόμασκας”.
[1] “Οι ρίζες του Καρναβαλιού είναι πάρα πολύ βαθιές και στενά συνδεδεμένες με την ιστορία του Ελληνισμού, φαίνεται δε πως σαν γιορτή έχει σχέση με την αρχαιότητα, τα αρχαία Διονύσια κατά τα οποία γίνονταν οι δραματικοί αγώνες των τριών κορυφαίων της εποχής, των τραγικών μορφών της ιστορίας μας, Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη. […] Με δυο λόγια θα λέγαμε πως οι Αποκριές είναι μια καλή, σοφή ψυχολογική εισαγωγή στην περίοδο της νηστείας και προετοιμασίας για τη μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης, του Πάσχα, που έρχεται σε ενάμιση περίπου μήνα αργότερα. Με τη διαδικασία της Απόκρεω, ο άνθρωπος βρίσκει διέξοδο στην ελεύθερη, ασυντόνιστη και σχεδόν ασυγκράτητη έκφραση του, είναι γι' αυτόν μια ευκαιρία να εκτονωθεί, ώστε να είναι έτοιμος να αρχίσει τη διαδικασία της νηστείας που αρχίζει την Καθαρά Δευτέρα. 'Ετοιμος ψυχικά και σωματικά για την παρακολούθηση του Θείου Πάθους και της Μεγάλης Εβδομάδας που ακολουθεί.” Ιστοσελίδα Δήμου Λεμεσού, “Πως γεννήθηκε και πως γιορτάζεται το Καρναβάλι” (http://www.limassolmunicipal.com.cy/carnival/foto.html)
[2] Η διατριβή του Bakhtin με τον πιο πάνω τίτλο κατατέθηκε κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και υποστηρίχτηκε κάποια χρονιά μετά. Λόγω της έντονης ανατρεπτικότητας των θέσεων του, η επιτροπή δεν του απένειμε τον τίτλο του Δόκτορα. Τελικά το κείμενο εκδόθηκε χρόνια μετά, το 1965, με τίτλο “Ο Rabelais και ο κόσμος του”.
[3] Η κύρια κριτική αφορά στο ότι σε μια εποχή αναλφάβητων ο Rabelais δεν θα μπορούσε να απευθύνεται στο λαϊκό κοινό και το λαϊκό κοινό δεν θα μπορούσε να αντικατοπτρίζεται μέσα από το έργο του.
[4] Καθώς δεν έφτασε στην αντίληψη μου καμία συστηματική λαογραφική ή ιστοριογραφική μελέτη, προτείνω τις πιο κάτω παρατηρήσεις με σχετική επιφύλαξη. Εντωμεταξύ, τα συμπεράσματα μου που αφορούν στην σύγχρονη εκδήλωση του καρναβαλιού, και που ως Λεμεσιανός είχα την εμπειρία, προκύπτουν από προσωπικές παρατηρήσεις.
[5] Βλέπε ενδεικτικά την πρόσφατη έκδοση του Τάσου Α. Ανδρέου, Λεμεσός, Αναδρομή μνήμης, Εκδόσεις Νόστος, Λεμεσός, 2009
[7] Έν χορδαῖς καὶ ὀργάνοις, Διασκέδαση και Ψυχαγωγία στην Κυπρο από την Αρχαιότητα μέχρι την Ανεξαρτησία, Επιμέλεια Χριστίνα Χριστοδούλου, Πολιτιστικο Κέντρο Τράπεζας Marfi Laiki, Λευκωσία, 2008
[8] Αγνή Μ. Μιχαηλίδου, Λεμεσός, Η Παλιά πολιτεία, Λευκωσία, 1981
[9] Μετά τα πρώτα 10 χρονια αστάθειας της Αγγλικής κυριαρχίας στην Κύπρο σημειώνεται σημαντική ανάπτυξη την οποία απολαμβάνει ειδικά η Λεμεσός που διαδέχεται την Λάρνακα ως το νέο αστικό κέντρο του νησιού. Τη ρυμοτομία και τα αλλά εργά υποδομής ακολουθούν η εμπορική και κοινωνική αναπτυξή. Ο αριθμός των κατοίκων το 1881 ήταν 6.131 ενώ το 1960 ανέβηκε στους 43.593.
(Δημοσιεύτηκε με μειωμένες υποσημειώσεις και με τιτλο "Κατόπιν Εορτης, Σκέψεις για το καρναβάλι της Λεμεσού" στον Πολίτη στις 21/3/2010 - Κωδικός άρθρου: 936180)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου