Αξιότιμε κ. Ξενή,
Δίστασα
κατά πόσο θα ήταν χρήσιμο να σας απευθύνω την πιο κάτω απάντηση. Κυρίως γιατί δεν
αναγνωρίζω στο κείμενο σας (Φιλελεύθερος, 25/3/2012) ίχνος επιστημονικότητας, όσο κι αν η ανασφαλής
πρόταξη του ακαδημαϊκού σας τίτλου και το επηρμένο ύφος της επιχειρηματολογίας σας
προσπαθεί να μας πείσει για το αντίθετο. Αποφάσισα παρόλα αυτά να σας γράψω, σημειώνοντας
κάποια πράγματα που θεωρώ αναγκαίο να ακουστούν απέναντι στον αυταρχισμό της γλώσσας
σας:
1.
Γράφετε: “Η γλώσσα δεν είναι απλώς μέσο επικοινωνίας, αλλά και μέσο που σε βοηθεί
στο να δομήσεις και να δηλώσεις την ταυτότητά σου, την αυτοεικόνα και την αυτοσυνειδησία
σου. ”
Προϋποθέτετε
με αυτό το σκοτεινό χρησμό ότι η επικοινωνία η ίδια διαφοροποιείται από την λειτουργία
της γλώσσας στην δήλωση ταυτότητας; Πώς “βοηθεί” δηλαδή η γλώσσα αφού είναι η συνθήκη
μέσα στην οποία υπάρχουμε και με την οποία υπάρχουμε; Εννοείτε μήπως ότι αναγνωρίζετε
μια δυνατότητα χειρισμού της γλώσσας που ξεφεύγει από την ίδια την δομή της; Είναι
τουλάχιστον αφελές να πιστεύει κανείς ότι μπορεί με τέτοια γλωσσικά τεχνάσματα να
αμφισβητήσει, ή έστω να θέσει υπό προβληματισμό, τις δομικές λειτουργίες της γλώσσας,
την ίδια στιγμή που την χρησιμοποιεί σαν αγωγό έκφρασης.
2.
Γράφετε: “Στην Κύπρο σήμερα υπάρχει μια μικρή ομάδα Ελλήνων Κυπρίων συμπολιτών
μας, οι λεγόμενοι Νεοκύπριοι, που έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται και να βιώνουν
την εθνοτική τους ταυτότητα ως μη ελληνική. [...] Οι Νεοκύπριοι με το να θεωρούν τους
εαυτούς τους εκτός της ελληνικής εθνικής κοινότητας, με το να αισθάνονται φορείς
"κυπριακής εθνικής συνείδησης", θεωρούν τους δύο όρους εντελώς διαφορετικούς
και ως εκ τούτου ασυμβίβαστους. Η ομάδα αυτή, επειδή έχει κάποια χαρακτηριστικά
εθνικιστικής φύσεως, ονομάζεται ευστόχως από μερικούς και "κυπροσωβινιστική".
Με άλλα λόγια εθνικιστές και Νεοκύπριοι είναι το ίδιο πράγμα […].”
Δεν
είμαι ενήμερος για το ζήτημα των “Νεοκυπρίων” και δυστυχώς δεν μας βοηθάτε να καταλάβουμε
σε ποιούς ακριβώς αναφέρεστε με τους πιο πάνω αφηρημένους χαρακτηρισμούς. Παρατηρώ
όμως ότι συχνά απόψεις που αμφισβητούν τις δομές των εθνικιστικών και ελληνοκεντρικών
αφηγημάτων (κάποιες από αυτές αφορούν και στην συμβολική οργάνωση της γλώσσας) χαρακτηρίζονται
ισοπεδωτικά ως “νεοκυπριακές”. Η έννοια του “Νεοκύπριου” λαμβάνει σε αυτή την εξίσωση
θέση προσβολής ή χρησιμοποιείται ως υποδήλωση “προδοσίας”. Αυτό μου φαίνεται ότι
υπονοείτε κι εσείς με την συνωμοσία ανθελληνισμού που φαντασιώνεστε. Είναι ωστόσο αυτονόητο πως καμία σοβαρή αμφισβήτηση
των ταυτοτικών και εθνικών δομών δεν μπορεί να προκύψει μέσα από διαδικασίες που
στοχεύουν στην αντικατάσταση τους από μια άλλη, το ίδιο στρωματοποιημένη και δύσκαμπτη
ταυτότητα. Μην κόπτεστε λοιπόν, δεν πιστεύω να διατρέχετε κανένα κίνδυνο αντικατάστασης
της ταυτότητάς σας. Τόσο εσείς, όσο και οι “Νεοκύπριοι” σας, εργάζεστε προς
μια κοινή κατεύθυνση: αυτήν της διατήρησης των ταυτοτικών αφηγημάτων και της εξουθένωσης
κάθε ίχνους διαλεκτικής. Αν όμως κάποιος θέλει πράγματι να δηλώσει την οποιαδήποτε
ταυτότητα, ποιος μπορεί να του αρνηθεί το δικαίωμα του στον αυτοπροσδιορισμό; Τελικά,
σας υπενθυμίζω πως συνταγματικά ή Κυπριακή Δημοκρατία αναγνωρίζει επίσημα δύο εθνοτικές
κοινότητες και δύο διαφορετικές γλώσσες και πως ή σχέση γλώσσας και έθνους, αν και
υπήρξε ανέκαθεν βασικό επιχείρημα στην οργάνωση εθνικών συνειδήσεων, δεν αποτελεί
στον κόσμο των εθνών-κρατών απαρέγκλιτη παράμετρο. Δείτε το παράδειγμα της αγγλικής
που είναι “εθνική γλώσσα” δυο τουλάχιστον εθνών-κρατών (Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής
και Ηνωμένου Βασιλείου) και αναλογιστείτε ποια μπορεί να είναι η εθνική γλώσσα της
Ελβετίας (που αναγνωρίζει επίσημα τέσσερις).
3.
Γράφετε: "Η συντριπτική πλειονότητα αναγνωρίζουμε και τις δύο μορφές της
ελληνικής γλώσσας ως δική μας γλωσσική περιουσία […]. Επιπλέον χρησιμοποιούμε και
τις δύο μορφές αλλά την καθεμία σε διαφορετικές επικοινωνιακές περιστάσεις. Έτσι:
1) τη διάλεκτο τη μεταχειριζόμαστε συνήθως στο αυθόρμητο πλαίσιο της προφορικής
επικοινωνίας, στον ιδιωτικό χώρο και γενικά σε πιο ανεπίσημα και καθημερινά επικοινωνιακά
περιβάλλοντα. Στο γραπτό λόγο σπάνια τη χρησιμοποιούμε (λ.χ. σε διαλεκτόφωνη λογοτεχνία)
- και αυτό συνέβαινε ανέκαθεν - με αποτέλεσμα η διάλεκτός μας, όπως και οι άλλες
διάλεκτοι της ελληνικής γλώσσας, να μην έχει επίσημο σύστημα γραφής ούτε σταθερές
ορθογραφικές συμβάσεις. 2) Τη Νεοελληνική Κοινή (ή, όπως επίσης λέγεται, την Πρότυπη
Νέα Ελληνική) τη χρησιμοποιούμε στο γραπτό μας λόγο, στο δημόσιο χώρο, αλλά όμως
και στον προφορικό λόγο (κυρίως στις πιο επίσημες εκφάνσεις του ή σε λογιότερα υφολογικά
επίπεδά του). Η μορφή αυτή είναι επίσης αυτή που το Σύνταγμα αναγνωρίζει ως επίσημη
γλώσσα της Κυπριακής Δημοκρατίας και έχει καθιερώσει, όπως άλλωστε και το ελληνικό
κράτος, στην εκπαίδευση, στην επιστήμη, στη διοίκηση, στη νομοθεσία”
Η εμμονή
σας να νομιμοποιείτε τα πάντα μέσα από την λογική της “πλειοψηφίας” είναι, εκτός
από ανθρωπιστικά προβληματική, και αντιδημοκρατική. Είναι αναγκαίο να αποδεχτείτε,
η έστω να αναγνωρίσετε, το γεγονός ότι με το να είναι κανείς πολίτης της Κυπριακής
Δημοκρατίας δεν είναι απαραίτητα Έλληνας (μια τέτοια ισοπεδωτική στάση υποχρέωσε
στο παρελθόν την κοινότητα των Αρμενίων να προσδιοριστεί παράλογα ως ελληνοκυπριακή).
Υποπίπτετε επίσης στο λογικό ολίσθημα ότι με το να μιλά κανείς ελληνικά αυτό τον
καθιστά αυτόματα και Έλληνα (με αυτό τον τρόπο, ο φίλος μου ο Marc που κατάγεται
από το Λονδίνο και που μιλά εξίσου καλά ελληνικά με εσάς, θα έπρεπε απαραίτητα να
είναι Έλληνας). Όσον αφορά στον διαχωρισμό της σχέσης “διαλέκτου” και “κοινής νεολληνικής”
νομίζω ότι θα σας ήταν χρήσιμο να ενημερωθείτε καλύτερα. Υπάρχει σημαντική κριτική
λογοτεχνία για την συμβολική τους ιεράρχηση και τα προβλήματα “διγλωσσίας” που προκύπτουν
από απόψεις σαν τις δικές σας. Ας μην ξεχνούμε άλλωστε ότι ο όρος “diglossia”, τον
οποίο εισήγαγε ο επιφανής γλωσσολόγος Charles A. Ferguson, στηλίτευε ακριβώς αυτά
τα φαινόμενα, χρησιμοποιώντας και το παράδειγμα της Ελλάδας με την αυταρχική, και
εν τέλει αδιέξοδη, επιβολή της καθαρεύουσας. Σας συστήνω επίσης να μελετήσετε
σοβαρότερα το ζήτημα της σχέσης μεταξύ γλώσσας, διαλέκτου, αποτύπωσης και λογοτεχνίας.
Η κυπριακή διάλεκτος παρήγαγε και παράγει λογοτεχνία (βλέπε τα προφανή παραδείγματα
των ερωτικών ποιημάτων του 16ου αιώνα και τους
ποιητές Βασίλη Μιχαηλίδη και Δημήτρη Λιπέρτη) (1) και
η επιστημονική προσπάθεια αναζήτησης αλφάβητου για την απόδοση της δεν είναι τόσο
σύγχρονη όσο νομίζετε. Τελικά ως φιλόλογος θα έπρεπε να γνωρίζετε πως η ελληνική
γλώσσα αναγνωρίζει ως σημαντικό μέρος της λογοτεχνικής της παρακαταθήκης κείμενα
που δεν αποτυπώνονται με το συμβατικό ελληνικό αλφάβητο (βλέπε ενδεικτικά το παράδειγμα
της Ερωφίλης του Γεώργιου Χορτάτση και της Θυσίας του Αβραάμ του Βιτσέντζο Κορνάρο,
και τα δύο γραμμένα σε λατινικούς χαρακτήρες). Η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός
που αλλάζει όσο αλλάζουμε και μας αλλάζει, αλλάζοντας. Μην κόπτεστε λοιπόν να την
προστατεύσετε. Η ίδια δεν αφήνει περιθώρια για τέτοιου είδους αυταρχισμούς. Το φαινόμενο
των “greeklish” είναι πιστεύω ένα καλό σύγχρονο μέτρο στοχασμού.
4.
Γενικότερα στο κείμενο σας κάνετε μια σειρά από αδέξιες αναγωγές που αγνοούν σημαντικά
επιστημονικά κεκτημένα της σύγχρονης μελέτης των γλωσσών. Η αξιολογική αντιπαραβολή
της διαλέκτου, που παρουσιάζετε ως κίνδυνο για την γλώσσα, τοποθετεί παράδοξα την
διάλεκτο έξω από την ίδια την γλώσσα, σημειώνοντας μια προφανή ιδεολογική αυθαιρεσία.
Όπως γραφή η Ρέα Δελβερούδη : “Στην αρχαία Eλλάδα οι διάλεκτοι αττική, ιωνική,
αιολική και δωρική ήταν γλωσσικές ποικιλίες, οι οποίες παρουσιάζαν μεταξύ τους διαφορές
αλλά και τυπικές ομοιότητες, που επέτρεπαν την υπόταξή τους κάτω από μια κοινή,
αφηρημένη έννοια, την ελληνική γλώσσα. Kατά τον ίδιο τρόπο, η νέα ελληνική είναι
ένα σύνολο διαλέκτων (π.χ. κυπριακή, ποντιακή), ενώ η κοινή νεοελληνική μπορεί να
θεωρηθεί ως μια διάλεκτος της νέας ελληνικής με ιδιαίτερο κύρος και γενικευμένη
χρήση.” (2) Κατά
συνέπεια η έννοια της μητέρας-γλώσσας που χρησιμοποιείτε ως μέτρο εθνικής αξιολόγησης
δεν είναι παρά προϊόν μιας σειράς ιστορικών διεργασιών. Η πρόταση του Max
Weinreich “γλώσσα είναι η διάλεκτος με στρατό και ναυτικό” αποτελεί εύστοχη απάντηση
σε τέτοιου είδους απόψεις. Τελικά, “δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από την πλευρά
της γλωσσολογίας ότι υπάρχουν "κατώτερες" και "ανώτερες" γλώσσες,
κατά τον ίδιο τρόπο δεν είναι νόμιμο να ιεραρχηθούν αξιολογικά οι διαφορετικές μορφές
των επιμέρους γλωσσών. Γι' αυτό τον λόγο η κοινωνιογλωσσολογία δέχεται ότι κάθε
ομιλητής χρησιμοποιεί μία - τουλάχιστον- διάλεκτο, ακόμα και αν αυτή συμπίπτει με
τη γλωσσική ποικιλία που έχει επιλεγεί ως νόρμα. Εξάλλου, όλες οι σημερινές
"σημαντικές" γλώσσες υπήρξαν κάποτε απλές διαλέκτοι.” (3) Είναι
πολλά τα παραδείγματα από την νεότερη ιστορία που αποδεικνύουν πως η ακριβής οριοθέτηση
μεταξύ γλώσσας και διαλέκτού είναι ελάχιστα προϊόν επιστημονικής πραγμάτευση αλλά
μάλλον προϊόν πολιτικών και πολιτισμικών διεργασιών.
5.
Όσο για την κατακλείδα σας, πιστεύω πως αποτελεί προσβολή σε κάθε λογική. Αν κάποιος
αντιμετωπίζει το όλο ζήτημα με “επαρχιώτικη αφέλεια” αυτός είστε εσείς, και μάλιστα
μπορεί να προσθέσει κανείς και “με ξιπασμένη υπεροψία”. Κύριε Ξενή, δεν είστε δραγουμάνος
της ελληνικής γλώσσας και παρότι διαθέτετε το ύφος, σας λείπει ο τρόπος και η γνώση.
Την γλώσσα δεν την χρησιμοποιείτε, όπως νομίζετε. Σας χρησιμοποιεί. Σας συστήνω
λοιπόν να επιστρέψετε το γρηγορότερο στα βιβλία. Να διαβάσετε όσο μπορείτε. Μήπως
καταφέρετε κάποια μέρα να απαλλαγείτε από τον τίτλο σας και από τα κακά σχήματα
που σας κληροδότησε, για να μιλήσετε ίσως έτσι λίγο πιο ελεύθερα. Καθώς μου φαίνεται
τελικά ότι ο “σωβινισμός της γλώσσας” που αναπτύσσετε αγγίζει τα θλιβερά και επικίνδυνα
όρια της ανοησίας.
Με τιμή,
Νεόφυτος
Επιφανείου
Γενεύη
(5/4/2012)
(1) “(…) H νεοελληνική διάλεκτος της Κύπρου γράφεται εδώ
και αιώνες, πρόκειται μάλιστα για μία από τις πρώτες νεοελληνικές διαλέκτους από
τις οποίες έχουμε γραπτά μνημεία. Αρκεί κανείς να θυμηθεί τις απαρχές, τα πετραρχικής
εμπνεύσεως ερωτικά ποιήματα του 16ου αιώνα, και όλη τη συνακόλουθη γραμματεία, διερευνημένη
ή μη, όπως συνεχίζεται τον 19ο αιώνα μέσω των Βασίλη Μιχαηλίδη, Δημήτρη Λιπέρτη
– αλλά και άλλων πολλών – μέχρι και σήμερα, αναφόροντας δειγματοληπτικά τον ποιητή
Κώστα Βασιλείου ή τα βιβλία του χαράκτη Χαμπή.” (Γράφονται τα κυπριακά; Φοίβος Παναγιωτίδης,
Επίκουρος Καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Πολίτης, 1/4/2007)
(2) Τι είναι γλώσσα και τι διάλεκτος , Ρέας Δελβερούδη, Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Γαλλικής
Γλώσσας και Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
(3) Idem
(Δημοσιεύτηκε στον Πολίτη, στις 22/04/2012)
------
Κυπριακή διάκεκτος: χρήση και νεοκυπριακή παράχρηση
Άρθρο του Γεωργίου Α. Ξένη (Φιλελεύθερος, 25/3/2012).
1. Η γλώσσα δεν είναι απλώς μέσο επικοινωνίας, αλλά και
μέσο που σε βοηθεί στο να δομήσεις και να δηλώσεις την ταυτότητά σου, την αυτοεικόνα
και την αυτοσυνειδησία σου. Το πώς δηλαδή αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου ή και επίσης
το τι πολιτισμικά μηνύματα θέλεις να εκπέμψεις το εκφράζεις και μέσω της γλώσσας
που χρησιμοποιείς. Η δεύτερη αυτή λειτουργία της γλώσσας είναι σημαντικότατη και
γι’ αυτό αποτελεί χωριστό κλάδο στην κοινωνιογλωσσολογία υπό τον τίτλο «γλώσσα και
ταυτότητα». Η κοινωνιογλωσσολογική αυτή διάσταση, αν και είναι τόσο σημαντική, παραμελήθηκε
αισθητά στις συζητήσεις που έγιναν τελευταία στον τύπο με θέμα την κυπριακή διάλεκτο.
2.
Στην Κύπρο σήμερα υπάρχει μια μικρή ομάδα Ελλήνων Κυπρίων συμπολιτών μας, οι λεγόμενοι
Νεοκύπριοι, που έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται και να βιώνουν την εθνοτική τους
ταυτότητα ως μη ελληνική. Ενώ η πλειονότητα του πληθυσμού, αν ήθελε να εκφράσει
την εθνική της συνείδηση, θα χρησιμοποιούσε μια διατύπωση του τύπου «είμαι Κύπριος
και ως εκ τούτου Έλληνας», η ομάδα αυτή θα έλεγε «είμαι Κύπριος και όχι Έλληνας».
Δηλαδή ενώ γενικά η σχέση του «Κύπριος» προς το «Έλληνας» εκλαμβάνεται ως σχέση
υποσυνόλου προς σύνολο, οι Νεοκύπριοι με το να θεωρούν τους εαυτούς τους εκτός της
ελληνικής εθνικής κοινότητας, με το να αισθάνονται φορείς «κυπριακής εθνικής συνείδησης»,
θεωρούν τους δύο όρους εντελώς διαφορετικούς και ως εκ τούτου ασυμβίβαστους. Η ομάδα
αυτή, επειδή έχει κάποια χαρακτηριστικά εθνικιστικής φύσεως, ονομάζεται ευστόχως
από μερικούς και «κυπροσωβινιστική». Με άλλα λόγια εθνικιστές και Νεοκύπριοι είναι
το ίδιο πράγμα - αλλά το θέμα αυτό θα το αναλύσουμε προσεχώς με άξονα τη σχέση έθνους
και κράτους.
3. Οι δύο αυτές διαφορετικές θεωρήσεις της εθνικής ταυτότητας
επόμενο είναι, με βάση τα όσα αναφέραμε στο σημείο (1), να οδηγούν σε διαφορετικές
στάσεις απέναντι στις δύο μορφές ελληνικής γλώσσας που χρησιμοποιούμε στην Κύπρο
σήμερα, δηλ. απέναντι στην κυπριακή διάλεκτο και τη Νεοελληνική Κοινή. Η συντριπτική
πλειονότητα αναγνωρίζουμε και τις δύο μορφές της ελληνικής γλώσσας ως δική μας γλωσσική
περιουσία – δεν είναι η μία δική μας και η άλλη ξένη και αλλότρια. Επιπλέον χρησιμοποιούμε
και τις δύο μορφές αλλά την καθεμία σε διαφορετικές επικοινωνιακές περιστάσεις.
Έτσι: 1) τη διάλεκτο τη μεταχειριζόμαστε συνήθως στο αυθόρμητο πλαίσιο της προφορικής
επικοινωνίας, στον ιδιωτικό χώρο και γενικά σε πιο ανεπίσημα και καθημερινά επικοινωνιακά
περιβάλλοντα. Στο γραπτό λόγο σπάνια τη χρησιμοποιούμε (λ.χ. σε διαλεκτόφωνη λογοτεχνία)
- και αυτό συνέβαινε ανέκαθεν - με αποτέλεσμα η διάλεκτός μας, όπως και οι άλλες
διάλεκτοι της ελληνικής γλώσσας, να μην έχει επίσημο σύστημα γραφής ούτε σταθερές
ορθογραφικές συμβάσεις. 2) Τη Νεοελληνική Κοινή (ή, όπως επίσης λέγεται, την Πρότυπη
Νέα Ελληνική) τη χρησιμοποιούμε στο γραπτό μας λόγο, στο δημόσιο χώρο, αλλά όμως
και στον προφορικό λόγο (κυρίως στις πιο επίσημες εκφάνσεις του ή σε λογιότερα υφολογικά
επίπεδά του). Η μορφή αυτή είναι επίσης αυτή που το Σύνταγμα αναγνωρίζει ως επίσημη
γλώσσα της Κυπριακής Δημοκρατίας και έχει καθιερώσει, όπως άλλωστε και το ελληνικό
κράτος, στην εκπαίδευση, στην επιστήμη, στη διοίκηση, στη νομοθεσία κτλ.
4. Κοινωνιογλωσσολογικά θεωρούμενη η Νεοελληνική Κοινή
εκφράζει τη σύνδεσή μας με το υπόλοιπο ελληνικό έθνος, εκφράζει την ελληνική εθνική
μας συνείδηση και καταγωγή. Αυτό συμβαίνει, διότι η Νεοελληνική Κοινή έχει καταστεί
το κοινό εκφραστικό όργανο που καλύπτει όλους τους Έλληνες, ανεξαρτήτως και πέραν
των ιδιαιτέρων διαλέκτων τους (λ.χ. των κρητικών, των δωδεκανησιακών κτλ). Από την
άλλη πλευρά, η κυπριακή διάλεκτος, για την πλειοψηφία του λαού μας, δηλώνει την
εξειδίκευση της πανελλήνιας εθνικής ταυτότητας στην ιδιαίτερή μας πατρίδα, την Κύπρο.
5. Διαφορετικά λειτουργούν οι γλωσσικές αυτές μορφές για
την ομάδα εκείνη που αυτοπροσδιορίζονται ως «Κύπριοι και όχι Έλληνες». Οι Νεοκύπριοι,
δεδομένου ότι έχουν κυπριακή εθνική συνείδηση, έχουν δυσκολία αποδοχής της Νεοελληνικής
Κοινής. Προσπαθούν λοιπόν να την εκτοπίσουν από το γλωσσικό χάρτη της Κύπρου και
τις αρμοδιότητες που επιτελεί στη γλωσσική κοινότητα της Κύπρου να τις μεταφέρουν
στην κυπριακή (τις αρμοδιότητες αυτές τις περιγράψαμε στο σημείο (3)). Η κυπριακή
δεν θα πρέπει κατ’ αυτούς να μένει στις ανεπίσημες χρήσεις που περιγράψαμε στο σημείο
(3), αλλά θα πρέπει να εισαχθεί και στο γραπτό λόγο, στις επίσημες εκφάνσεις του
προφορικού, σε όλα τα υφολογικά επίπεδα. Για να διατυπώσουμε την επιδίωξή τους με
πληρότητα: θέλουν να αναδείξουν την κυπριακή σε γλώσσα, δηλαδή σε ένα πλήρες σύστημα
επικοινωνίας χρησιμοποιούμενο τόσο στο γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο, και στο
κάθε είδους λόγο να καλύπτει τόσο το επίσημο/επιστημονικό όσο και το ανεπίσημο/καθημερινό
υφολογικό επίπεδο. Μόνον τότε ο Νεοκύπριος θα ησυχάσει, διότι μόνο τότε δεν θα υπάρχει
χώρος για τη βλαβερή για το «κυπριακό έθνος» Νεοελληνική Κοινή.
6. Η κυπριακή όμως στην παρούσα της, διαλεκτική, μορφή
είναι ακατάλληλη στο να λειτουργήσει ως γλώσσα, διότι παρουσιάζει τις ελλείψεις
που είναι χαρακτηριστικές κάθε διαλέκτου. Έτσι άρχισε η προσπάθεια να της δοθούν
τα απαραίτητα στοιχεία που της λείπουν. Εξ υπαρχής πρέπει να τονίσουμε ότι η μετατροπή
μιας διαλέκτου σε γλώσσα είναι ένας εφικτός στόχος. Να υπενθυμίσουμε απλώς ότι η
ίδια η Νεοελληνική Κοινή ξεκίνησε ως πελοποννησιακή-επτανησιακή διάλεκτος. Η προσπάθεια
λοιπόν είναι δοθούν στην κυπριακή τα εξής στοιχεία: α) αφού θέλουν να την καταστήσουν
και όργανο γραπτού λόγου, προσπαθούν να της δημιουργήσουν ένα επίσημο σύστημα γραφής,
το οποίο θα περιλαμβάνει ένα ιδιαίτερο αλφάβητο καθώς και σταθερές ορθογραφικές
συμβάσεις. Το αλφάβητο αυτό θα πρέπει να περιέχει και σύμβολα που απουσιάζουν από
το ελληνικό αλφάβητο, καθώς οι Κύπριοι έχουμε και φθόγγους (ήχους) που λείπουν από
τους φθόγγους της Κοινής (σκεφθείτε λ.χ. τους ουρανοφατνιακούς φθόγγους που υπάρχουν
στη διαλεκτική μορφή του «καιρός» και του «χιόνι»). Μάλιστα υπάρχει η τάση στους
νεοκυπριακούς κύκλους να προκρίνεται τέτοια ορθογραφική σύμβαση που θα συσκοτίζει
την ετυμολογία της λέξης, ώστε να μην μπορεί να γίνει ορατή η ελληνική της ρίζα
(λ.χ. «σιόνι» με σύμβολο επάνω στο σ αντί «χιόνι» με σύμβολο επάνω στο χ). β) Επιδιώκουν
να δώσουν στην κυπριακή ένα πλουσιότερο λεξιλόγιο, με την ανάσυρση λέξεων που εν
τω μεταξύ περιέπεσαν σε αχρησία από τη διάλεκτο των μακαριστών πάππων και προπάππων
μας. γ) Συντάσσουν λεξικά, γραμματικές, συντακτικά, ώστε να υπάρξει μεγαλύτερη τυποποίηση
κανόνων και να διευκολυνθεί η γραφή και διδασκαλία της κυπριακής. δ) Προσπαθούν
να της εξασφαλίσουν πρόσβαση στην κρατική εκπαίδευση και ευκαιρία να αναδειχθεί
σε όργανο εγγραμματισμού (αυτό το τελευταίο διευκολύνεται από την προσπάθεια να
αποκτήσει η κυπριακή γραπτή παράδοση), ώστε να εκπαιδευθούν αναλόγως οι μελλοντικές
γενιές και να εμπεδωθεί περισσότερο η «κυπριακή εθνική ταυτότητα». Σημειωτέον ότι
στις άλλες διαλεκτόφωνες περιοχές του ελληνισμού κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. ε) Προσπαθούν
να της εξασφαλίσουν μεγαλύτερη πρόσβαση στα ΜΜΕ και σε διαδικτυακούς χώρους κοινωνικής
δικτύωσης, ώστε να εξασφαλιστεί η απαραίτητη κοινωνική δυναμική υπέρ της νεότευκτης
γλώσσας ιδίως μεταξύ των νέων. στ) Επιχειρούν να δώσουν περισσότερα παραδείγματα
γραπτού λόγου στην κυπριακή και κατά προτίμηση σε είδη κειμένων που ο λαός θεωρεί
ότι μόνο η Κοινή είναι κατάλληλη, με σκοπό να καταρριφθεί αυτή η εντύπωση (βλ. λ.χ.
τη City Free Press της 15ης Φεβρουαρίου, σελ. 12-14, όπου ένα γλωσσολογικό θέμα
αναπτύσσεται στην κυπριακή). Βέβαια πρέπει να τονιστεί ότι η επιστημονική μελέτη
της διαλέκτου μας, όπως και όλων των άλλων ελληνικών διαλέκτων, είναι εγχείρημα
αξιέπαινο. Οι Νεοκύπριοι όμως υποβάλλουν αυτά τα μελετήματα σε ιδεολογική παράχρηση.
7. Κάποιος μπορεί να διερωτηθεί: «η κυπριακή διάλεκτος
είναι μέρος της ελληνικής γλώσσας. Επομένως και αν ακόμη αναχθεί σε γλώσσα, θα έχουμε
δύο ελληνικές γλώσσες». Η απάντηση είναι ότι ο Κύπριος διαθέτει ήδη πλήρες σύστημα
επικοινωνίας, τη Νεοελληνική Κοινή. Δεν υποψιάζεται ο διερωτώμενος προς τι όλη αυτή
η κοπιώδης προσπάθεια για δεύτερη γλώσσα; Αν όχι, ας διαβάσει εκ νέου το σημείο
(1) του κειμένου αυτού. Επίσης ας λάβει υπόψη ότι λ.χ. η ιταλική και η ρουμανική
προέρχονται και οι δύο ετυμολογικά από την ίδια ρίζα, τη λατινική γλώσσα. Όμως η
ρουμανική και η ιταλική εθνική ταυτότητα δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Δηλαδή
είναι κοινωνιογλωσσικό ζήτημα ιδεολογίας και ταυτότητας, όχι θέμα ετυμολογίας.
8. Εν κατακλείδι, η Κύπρος έχει μια γλωσσική πραγματικότητα που μέσα από
ένα συνδυασμό διαλέκτου και Κοινής την εξυπηρετεί εξ ολοκλήρου τόσο στο προφορικό
όσο και στο γραπτό επίπεδο, και μάλιστα σε όλο το υφολογικό φάσμα του κάθε επιπέδου.
Είναι αλήθεια ότι δεν αποδίδουμε εξίσου καλά στους τομείς όπου χρησιμοποιούμε την
Κοινή και στους τομείς όπου χρησιμοποιούμε τη διάλεκτο, αλλά επί τούτου θα πρέπει
να επανέλθουμε. Το βέβαιο είναι ότι η νεοκυπριακή συνταγή, να εκτοπιστεί δηλ. η
Κοινή και να κατισχύσει πλήρως η κυπριακή, ως γλώσσα πλέον, δεν είναι επιλογή. Πρώτο
και κυριότερο, διότι ο λαός μας δεν είναι διατεθειμένος να επαναπροσδιορίσει την
εθνική του ταυτότητα (σημείο 1). Δεύτερο, πρόκειται για μια επαρχιώτικη αφέλεια:
η εποχή μας είναι οικουμενική και εξωστρεφής, και το να δημιουργήσουμε μια αμελητέα
κοινότητα των πεντακοσίων χιλιάδων ομιλητών «νεοκυπριακής γλώσσας», αποκομμένη από
την ελληνική γλώσσα, είναι ενέργεια αυτοαπομόνωσης και επομένως ταχείας περιθωριοποίησης
της ίδιας της διαλέκτου μας, ιδίως τώρα που η αγγλική γλώσσα στην Κύπρο ασκεί προϊούσα
επίδραση. Η πολιτική μας πρέπει να είναι ακριβώς η αντίθετη: σύσφιγξη των σχέσεων
της διαλέκτου μας με την Πρότυπη Ελληνική μας γλώσσα, ισχυρότερες γέφυρες γλωσσικής
επικοινωνίας με τους υπόλοιπους Έλληνες (ιδίως τώρα που φθάνουν στο νησί μας σε
μεγαλύτερους αριθμούς λόγω των γνωστών προβλημάτων της Ελλάδας), όχι τείχη διαχωρισμού
και διαιρέσεων προκειμένου να εξυπηρετήσουμε τις ιδεοληψίες κάποιων ελάχιστων φανατισμένων
κυπροσωβινιστών!
Απαντητική επιστολή από τον κ. Αλέξανδρο Γεωργίου που ακολούθησε τη δημοσίευση της επιστολής μου και απαντητική επιστολή του κ. Κ. Γιαγκουλλής προς τον κ. Αλέξανδρο Γεωργίου
Απαντητική επιστολή από τον κ. Αλέξανδρο Γεωργίου που ακολούθησε τη δημοσίευση της επιστολής μου και απαντητική επιστολή του κ. Κ. Γιαγκουλλής προς τον κ. Αλέξανδρο Γεωργίου
Αντί
διαλόγου, ύβρεις
Του
Αλέξανδρου Γεωργίου
Δημοσιεύτηκε
στον “Πολίτη” της 22.4.2012 μια ανοικτή επιστολή με αποστολέα τον αγνώστων
επιστημονικών και πραγματικών στοιχείων Νεόφυτο Εποφανείου και με αποδέκτη τον
αναπληρωτή καθηγητή του Πανεπιστημίου Κύπρου Γεώργιο Ξενή. Πρόκειται για έναν
κυκεώνα ιδεών κακώς οργανωμένων και διανθισμένο με ένα ψευτοκουλτουριάρικο και
εν πολλοίς ακατανόητο ύφος. Εκτός από αυτά η επιστολή αποδίδει ιδέες στον κ.
Ξενή που ποτέ δεν υποστήριξε (λ.χ. ότι η κυπριακή διάλεκτος είναι κίνδυνος για
την ελληνική γλώσσα!) ή παρουσιάζει ως δικές της ιδέες που ήδη υποστήριξε ο κ.
Ξενής (λ.χ. όλες οι σημερινές σημαντικές γλώσσες υπήρξαν κάποτε απλές
διάλεκτοι). Υπάρχουν βέβαια και οι φρικτές και βαρετές κοινοτοπίες (Η γλώσσα
είναι ένας ζωντανός οργανισμός…). Δεν λείπουν τέλος τα στοιχεία εκείνα που ενώ ο αρθρογράφος θεωρεί ότι υποστηρίζουν τις δικές του
θέσεις στην πραγματικότητα βοηθούν τα επιχειρήματα του κ. Ξενή (βλ. Πιο κάτω
παράγραφο 4)!
Το ήθος του
κειμένου. Η κριτική πρέπει να είναι καλοπροαίρετη και να αφορά θέσεις,
τοποθετήσεις, απόψεις, επιχειρήματα. Ωστόσο η εν λόγω ανοικτή επιστολή είναι
ένα ισοπεδωτικό κείμενο στρεφόμενο κατά του προσώπου του κ. Ξενή και όχι κατά των επιστημονικών του
απόψεων! ‘Υβρεις, προσβολές, γραφικές και γελοιώδεις υποδείξεις του τύπου
“επίστρεψε στα μαθητικά θρανία”, “μάθε γράμματα” (σε διεθνώς καταξιωμένο
επιστήμονα και προσφάτως βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών!) και πολλά άλλα
ευτράπελα στοιχεία προσπαθούν να υποκαταστήσουν τον επιστημονικό διάλογο.
Πλήρες έλλειμμα ευπρέπειας και δεοντολογίας! Απορεί κανείς πώς το έλλειμμα αυτό
βρίσκει δίοδο σε βήμα δημόσιας έκφρασης. Το μόνο χρήσιμο στο επίπεδο αυτό είναι
ότι ο συγγραφέας με τη συναισθηματική του φόρτιση και την απώλεια ελέγχου της
συμπεριφοράς του αποδεικνύει ότι το θέμα που έθιξε ο κ. Ξενής είναι όντως
βαθύτατα ιδεολογικό και συνδέεται με διαφορετικές αντιλήψεις ταυτότητας και
αυτοεικόνας. Έτσι πιστοποιεί εμμέσως (και χωρίς να το θέλει ασφαλώς) την
ορθότητα της αναλύσεως του κ. Ξενη.
Παρακάτω ακολουθούν
κάποια σχόλια:
1. Σχετικά
με την κυπριακή διάλεκτο και τη Νεοελληνική Κοινή στην Κύπρο.
Τα όσα έχει
γράψει ο κ. Ξενής θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα εξής: η Κυπριακή Ελληνική
είναι η ποικιλία (διάλεκτος) της ελληνικής γλώσσας που ομιλείται στην Κύπρο και
αποτελεί πηγή πλούτου για την ελληνική. Οι ομιλητές της κυπριακής ελληνικής
χρησιμοποιούν τη διάλεκτο κατεξοχήν σε ανεπίσημες περιστάσεις επικοινωνίας,
όπως για παράδειγμα σε φιλικές συζητήσεις. Ωστόσο, στην Κύπρο οι ομιλητές δεν
χρησιμοποιούν μόνο τη διάλεκτό τους: μιλούν και γράφουν - ιδιαίτερα σε επίσημες
περιστάσεις επικοινωνίας - την Κοινή Ελληνική. Με άλλα λόγια αξιοποιούν
δημιουργικά και τη διάλεκτο και την Κοινή, πράγμα που τους επιτρέπει να
επιτυγχάνουν τους επικοινωνιακούς τους σκοπούς. Δεν απορρίπτουν καμία μορφή σε
αντίθεση με τους νεοκύπριους που απορρίπτουν τη Νεοελληνική Κοινή (βλ. Πιο κάτω
παράγραφο 3)
2. Σχέση
γλώσσας και (εθνικής) ταυτότητας – ιδεολογίας
Να επαναλάβουμε
γνωστά πράγματα εδώ για να απαντήσουμε στο σημείο 1 του αρθρογράφου, το οποίο
είναι βέβαια συγκεχυμένο και διατυπωμένο με αδέξιο τρόπο. Ο πατέρας της
σύγχρονης γλωσσολογίας de Saussure προσφέρει τη θεωρητική βάση για να
κατανοήσουμε πώς είναι δυνατόν από τη γλώσσα να δομείται ιδεολογία και
ταυτότητα: διακρίνει ανάμεσα σε “λόγο” (langue) και “ομιλία” (parole) και
παρόμοιες διακρίσεις έκαναν και άλλοι γλωσσολόγοι, όπως λ.χ. ο Δανός (1961)
Hjelsmlev και ο Αμερικανός Chomsky (1965). Ο “λόγος” αφενός αφορά στο γλωσσικό
σύστημα, δηλ. Στο μηχανισμό της γλώσσας, και η “ομιλία” αφετέρου αφορά στην
πραγμάτωση του συστήματος αυτού στην κάθε συγκεκριμένη επικοινωνιακή περίσταση.
Ο καθένας αξιοποιεί το γλωσσικό σύστημα για να πει πράγματα, αλλά βεβαίως ο
τρόπος με τον οποίο αξιοποιεί κανείς το σύστημα, δηλαδή οι συγκεκριμένες γλωσσικές
επιλογές που κάνει σε επίπεδο λεξιλογίου, δομών κτλ. “κτίζουν” και φανερώνουν
την προσωπική του ιδιόλεκτο, το προσωπικό του ύφος, αποτελούν έκφραση της
ηλικίας του, του φύλου του, της ταυτότητάς του και βεβαίως της ιδεολογίας του.
Στην περίπτωση της Κύπρου η δόμηση ταυτότητας είναι ακόμη πιο εύκολη διότι
έχουμε δύο ποικιλίες της ίδιας γλώσσας και όχι μόνο μία τη νεοελληνική κοινή
και την κυπριακή διάλεκτο. Πρόσφατα ιστορικά παραδείγματα αλληλοσυσχετισμού
γλώσσας και εθνικής ταυτότητας μπορεί κανείς να διαβάσει στον Greenberg (2004).
3. Σχετικά
με τους νεοκυπρίους.
Γράφω τα
ακόλουθα, δεδομένου ότι ο συγγραφέας του άρθρου της προηγούμενης Κυριακής
παραδέχεται ότι δεν γνωρίζει πολλά για το θέμα. Εκπλήσσει πάντως ότι αυτό το
γεγονός δεν τον εμπόδισε να καλύψει ολόκληρη σελίδα της εφημερίδας. Η γλωσσική
επιλογή, όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι ουδέτερη ιδεολογικά - κάθε άλλο.
Ορισμένοι στην Κύπρο έχοντας νεοκυπριακή ταυτότητα (δηλ. Ασπάζονται το αφήγημα
“είμαστε Κύπριοι και όχι Έλληνες”), αξιοποιούν την κυπριακή ποικιλία ως φορέα
της ιδεολογίας τους. Ταυτόχρονα -
και για τον ίδιο ακριβώς λόγο - προσπαθούν να παραμερίσουν την Νεοελληνική
Κοινή από τη γλωσσική κοινότητα της Κύπρου και τούς τομείς χρήσης της να του
μεταφέρουν στην κυπριακή διάλεκτο. Στον τομέα της λογοτεχνίας οι ίδιοι αυτοί κύκλοι προσπαθούν να
κατασκευάσουν μια αυτόνομη κυπριακή λογοτεχνία. Επί του τελευταίου τούτου
υπάρχει η εξαιρετική μελέτη - βιβλιοκρισία του καθηγητή κ. Παντελή Βουτουρή στο
12ο τεύχος του περιοδικού “Πλανόδιον”. Το ιδεολόγημα εκφράζεται και στο επίπεδο
των ιστορικών σπουδών. Εγώ προσωπικά δεν έχω κανένα πρόβλημα με τη έκφραση
διαφορετικής εθνικής ταυτότητας. Ο καθένας μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται εθνικά
ή θρησκευτικά όπως θέλει. Ωστόσο ορισμένοι ακραίοι εθνικιστές νεοκύπριοι, τους οποίους ο κ. καθηγητής
όπως και άλλοι καθηγητές πριν από αυτόν αποκαλούν “κυπροσοβινιστές” προσπαθούν
να ασκήσουν πολιτική και να επιβάλουν την ιδεολογία τους στον κυπριακό
ελληνισμό με ανέντιμα μέσα. Λέγω με “ανέντιμα μέσα”, επειδή σκοπίμως αποκρύπτουν
την ταυτότητά τους και τη βαθύτερη προσπάθεια τους για δημιουργία “κυπριακής
εθνικής συνείδησης” και προσπαθούν να περάσουν τις επιλογές τους στην κυπριακή
κοινωνία και στο κατοικώ εκπαιδευτικό σύστημα ως κάτι που είναι ουδέτερο δήθεν
ιδεολογικά. Αυτό εκτός από ανέντιμο είναι επίσης και αντιδημοκρατικό και
επικίνδυνο. Επίσης επικίνδυνος είναι ο επαρχιωτισμός που τους διακρίνει και η
προσπάθεια δημιουργίας ενός κλειστού κοινωνικού δικτύου τη στιγμή που όλος ο προηγμένος κόσμος κινείται προς
την ανοικτή κοινωνία. Το νεοκυπριακό εθνικό αφήγημα / ιδεολόγημα είναι συνταγή
οπισθοδρόμησης και αυτοπεριχαράκωσης, και δικαιολογημένα συγκεντρώνει τα πυρά
πολλών διανοουμένων. Ορθότατα ο κ. Ξενής περιγράφει την ιδεολογική τάση και δεν
κατονομάζει πρόσωπα: η προσωποποίηση της συζήτησης και η στοχοποίηση συμπολιτών
μας είναι ένα από τα θλιβερά στοιχεία του δημόσιου λόγου της Κύπρου. Βέβαια
αυτό δεν είναι αρεστό σε ανθρώπους που δεν έχουν επιχειρήματα και τους είναι
ευκολότερο να κάνουν ad hominem, επιθέσεις, όπως είναι ο αρθρογράφος της
ανοικτής επιστολής.
4. Max
Weinreich: “γλώσσα είναι η διάλεκτος με στρατό και ναυτικό”.
Η θέση αυτή είναι
πολύ γνωστή. Οι νεοκύπριοι την ξέρουν πολύ καλά και θεωρούν ακριβώς ότι μετά τη
δημιουργία ανεξάρτητου κυπριακού κράτους η κυπριακή διάλεκτος απέκτησε στρατό
και ναυτικό και επομένως είναι έτοιμη με περαιτέρω επεξεργασία να αναχθεί σε
γλώσσα. Αυτήν την επιπρόσθετη επεξεργασία στην οποία υποβάλλουν οι νεοκύπριοι
τη διάλεκτο μας την έχει παρουσιάσει ο κ. Ξενής αναλυτικά.
Αναφορές:
Βουτουρής, Π.
(2011). Η ιδεολογική κατασκευή μιας νεοκυπροακής λογοτεχνίας, ανάτυπο από το
περιοδικό “Πλανόδιον”, τόμ. ΙΒ’, αρ. 51, Αθήνα
Chomksy, N.
(1965). Aspects of the Theory of Syntax. Cambridge.
Greenberg, R.
(2004). Language and Identity in the Balkans: Serbo-Croation and its
Distengration. Oxford.
Hjelmslev, L.
(1961). Prolegomena to a Theory of Language. @nd rev. English translation by
F.J. Whitfield, Madison.
(Δημοσιεύτηκε
στον Πολίτη, στις 29/04/2012)
Αντί διαλόγου, ο αυτοθαυμασμός
Το πουλλίν το σιεζαρίδιν όπου πάει το κωλίν του παίρνει το!
Το
κείμενο του κ. Αλέξανδρου Γεωργίου (στο εξής A.Γ) με τίτλο «Αντί διαλόγου,
ύβρεις» (εφ. Πολίτης, ημ. 29 Απριλίου 2012) πολύ με εξέπληξε. Ο τίτλος που δόθηκε
στο κείμενο είναι τουλάχιστον ατυχής. Ένας άλλος τίτλος, όπως π.χ. «Αντί
διαλόγου, ο αυτοθαυμασμός!», θα ανταποκρινόταν, ίσως, πληρέστερα στην
«εργολαβική», όπως φαίνεται, προσπάθεια του συγγραφέα του να συνοψίσει τις
απόψεις του κ. Γεωργίου Α. Ξενή για την Κυπριακή Ελληνική ως ποικιλία
(διάλεκτο) της ελληνικής γλώσσας που ομιλείται στην Κύπρο. Προς τι όμως η
συνόψιση αυτή και υπό ποια ιδιότητα την κάνει ένας «άγνωστος» τρίτος και όχι ο
ίδιος ο κ. Ξενής, αν έκρινε, βέβαια, ο ίδιος σκόπιμο να την κάνει, υπό το φως
της αποτυχίας του να πείσει με τις διατυπωθείσες ως τώρα απόψεις του; Και τι
συνόψιση είναι αυτή, η οποία, σε τελευταία ανάλυση, επί μερικών σημείων, είναι
εκτενέστερη και από το συνοψισμένο κείμενο του κ. Ξενή που δημοσιεύτηκε στον
Τύπο; Προς τι, επίσης, η βιβλιογραφία (N. Chomsky, R. Greenberg, L. Hjelmslev),
τη στιγμή που, εξ όσων έχω υπόψη μου, ο ίδιος ο κ. Ξενής ποτέ δεν επικαλέστηκε
τη βιβλιογραφία αυτή; Δεν πέρασε από το μυαλό του κ. Α. Γ. ότι η ενέργειά του
αυτή είναι δυνατόν να εκθέτει τον κ. Ξενή παρά να τον ενισχύει από την
παράλειψή του να το κάνει ο ίδιος;
Υπό
το φως των πιο πάνω δεδομένων, ο επαρκής αναγνώστης δεν μπορεί παρά να εικάσει
ότι ο κ. Α Γ. α) ενεργεί, ίσως, καθ’ υπόδειξη τρίτου ή β) δεν είναι υπαρκτό
πρόσωπο, με την έννοια ότι το κείμενο γράφτηκε, ίσως, από κάποιον άλλο.
Οι
πιο πάνω εικασίες ενισχύονται, πολύ ή λίγο, από τις εξής επιμέρους παρατηρήσεις:
Α)
Ο κ. Α.Γ. (λυπούμαι που δεν τον γνωρίζω) αναφέρεται, αφενός, στον αποστολέα της
ανοικτής επιστολής που δημοσιεύτηκε στον Πολίτη (ημ.22 Απρ. 2012) ως «άγνωστων
επιστημονικών και πραγματικών στοιχείων», και στον αποδέκτη, αφετέρου, δηλ.
«τον αναπληρωτή καθηγητή του Πανεπιστημίου Κύπρου κ. Γεώργιο Ξενή». Από τη μια,
λοιπόν, ο Νεόφυτος Επιφανείου (sic), που ως επιστήμονας είναι άγνωστος, όπως,
άλλωστε, άγνωστα είναι και τα υπόλοιπα στοιχεία που συγκροτούν το C.V. του,
όπως, τουλάχιστον, ισχυρίζεται ο κ. Α.Γ., ενώ από την άλλη έχουμε ενώπιόν μας
έναν Αναπλ. Καθηγητή του Πανεπιστημίου Κύπρου, τον κ. Ξενή, ένα «διεθνώς
καταξιωμένο επιστήμονα και προσφάτως βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών!» Εν
άλλοις λόγοις, από πού ως τα πού ο κ. Επιφανείου (sic) τολμά να αρθρώσει λόγο
για ένα τόσο σημαντικό θέμα και προπάντων να τα βάλει με τον κ. Ξενή! Αυτό μου
θυμίζει τον «Ανώνυμο» που, θέλοντας να κακίσει την τόλμη του κ. Κ. Γιαγκουλλή
να διαφωνήσει με τον κ. Ξενή για τις προκλητικές απόψεις που διατύπωσε για τους
μελετητές της Κυπριακής διαλέκτου, έγραψε: «Ο κ. Γιαγκουλλής (…) διεγείρει
θυμηδία το ότι «διορθώνει» τον Καθ. κ. Ξενή»! Αν, λοιπόν, ο κ. Επιφανείου (sic)
κακώς τολμά να καταθέσει την άποψή του για θέματα γλώσσας, αφού είναι «άγνωστων
επιστημονικών και πραγματικών στοιχείων», τότε, mutatis mutandis, και ο κ. Α.Γ.
(αν είναι υπαρκτό, όπως εύχομαι, πρόσωπο), κακώς παρεμβαίνει σε μια
επιστημονική συζήτηση που δεν τον αφορά, κυρίως γιατί και ο ίδιος, όπως
φαίνεται, είναι «άγνωστων επιστημονικών και πραγματικών στοιχείων»! Αν όμως ο
κ. Α.Γ. δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο, αλλά ένα alter ego κάποιου άλλου (αλήθεια,
ποιου;) τότε τα πράγματα αλλάζουν και δε μου πέφτει λόγος για το τεραστίων
ηθικών διαστάσεων θέμα που εγείρεται και που πρέπει να διερευνηθεί και να συζητηθεί.
Β)
Ο κ. Α. Γ. (ενδιαφέρομαι να μάθω περισσότερα γι’ αυτόν) ισχυρίζεται ότι ο κ.
Επιφανείου (sic) χρησιμοποιεί «ένα ψευτοκουλτουριάρικο και εν πολλοίς
ακατανόητο ύφος» και «αποδίδει ιδέες στον κ. Ξενή που ποτέ δεν υποστήριξε (λ.χ.
ότι η κυπριακή διάλεκτος είναι κίνδυνος για την ελληνική γλώσσα!)» Φαίνεται ότι
ο κ. Α.Γ. δε διάβασε τις δημοσιευθείσες επιστολές του κ. Ξενή για την κυπριακή
διάλεκτο και τους μελετητές της ή προσπαθεί να συσκοτίσει εκ των υστέρων τα
πράγματα και να θολώσει τεχνηέντως το τοπίο. Βέβαια, η ασάφεια και το
«ακατανόητο ύφος» είναι τα χαρακτηριστικά του κ. Ξενή, διαφορετικά, αν ήταν
εξαρχής σαφής («σοφών το σαφές»), η ανάγκη παρέμβασης του κ. Γεωργίου για να
διευκρινίσει και να συνοψίσει εκ των υστέρων τις απόψεις του κ. Ξενή θα ήταν
αχρείαστη και περιττή και δε θα έδινε λαβή για εκ διαμέτρου αντίθετες
ερμηνείες. Ο όρος Νεοελληνική Κοινή είναι πολυσήμαντος, ο κ. Ξενής όμως δε
διευκρινίζει με ποια σημασία τον χρησιμοποιεί, με αποτέλεσμα άλλα να εννοεί
αυτός και άλλα οι συνομιλητές του. Σήμερα με τον όρο αυτό τίποτε άλλο δεν
εννοούμε παρά τη Νεοελληνική γλώσσα (Γ. Μπαμπινιώτης, εφ. Το Βήμα, ημ. 5.12.1999).
Γ)
Ο κ. Α.Γ. (αλήθεια, ποιος είναι;) επαναλαμβάνει, σχεδόν αντιγράφει, τον κ. Ξενή
σε ό,τι αφορά τους λεγόμενους Νεοκύπριους, οι οποίοι αποκαλούνται
«κυπροσοβινιστές», «εθνικιστές» κ.ά., χωρίς όμως να κατονομάζονται! Αυτό είναι
απαράδεχτο! Δεν μπορείς να κινδυνολογείς, να αναστατώνεις, να διεγείρεις και να
προκαλείς το δημόσιο αίσθημα μιλώντας γενικά και αόριστα. «Ορθότατα», γράφει ο
κ. Α.Γ., «ο κ. Ξενής περιγράφει την ιδεολογική τάση και δεν κατονομάζει
πρόσωπα: η προσωποποίηση της συζήτησης και η στοχοποίηση συμπολιτών μας είναι
από τα θλιβερά στοιχεία του δημόσιου λόγου της Κύπρου». Δηλαδή ο κ. Ξενής, όπως
μας εξηγείται εδώ και εφόσον τον εκφράζει ορθά και κατ’ εξουσιοδότηση ο κ.
Α.Γ., δε λέει τα πράγματα με το όνομά τους και δε βάζει πρόσωπα και πράγματα
στη θέση τους. Μιλά γενικά και αόριστα, χωρίς να κατονομάζει κανέναν, απλώς για
να τον προσέχουμε και για να επιβεβαιώνουμε την παρουσία του.
Δ)
Κοινός στόχος τόσο του κ. Α.Γ. όσο και του κ. Γεωργίου Α. Ξενή είναι, μεταξύ
άλλων, η πολεμική εναντίον της Ιστορίας της Νεότερης Κυπριακής Λογοτεχνίας των Γ. Κεχαγιόγλου - Λ.
Παπαλεοντίου (εδώ κατ’ εξαίρεση κατονομάζονται πρόσωπα!). Ενώ όμως ο κ. Α.Γ.
σημειώνει με έμφαση ότι ο κ. Γεώργιος Α. Ξενής είναι «προσφάτως βραβευμένος από
την Ακαδημία Αθηνών», όλως περιέργως αποσιωπά το γεγονός ότι οι Γ. Κεχαγιόγλου
- Λ. Παπαλεοντίου (εκτός από… Νεοκύπριοι! – έτσι τους βάφτισε ο καθηγητής Π.
Βουτουρής) είναι προσφάτως βραβευμένοι τόσο από την Ακαδημία Αθηνών όσο και από
το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Κατά τα άλλα μιλούμε για επιστημονικό
διάλογο!
Ε)
Τελειώνοντας θα ήθελα να υποδείξω στον κ. Α.Γ, που τόσο κόπτεται -και καλά
κάνει- για την Κοινή Νεοελλληνική (γρ. Νεοελληνική γλώσσα), ότι τα εξής χωρία
από το κείμενό του δεν αποτελούν καλά ελληνικά: α) «Εκτός από αυτά η επιστολή
αποδίδει ιδέες στον κ. Ξενή που ποτέ δεν υποστήριξε ή παρουσιάζει ως δικές της
ιδέες που ήδη υποστήριξε ο κ. Ξενής». β) «Τους είναι αρεστό να κάνουν ad
hominem επιθέσεις, όπως είναι ο αρθρογράφος της ανοικτής επιστολής».
Επειδή
ο κ. Ξενής βάζει τελεία και παύλα στην περαιτέρω συζήτηση με τον υποφαινόμενο,
θα ήθελα να του στείλω τα χαιρετίσματά μου. Πολύ θα μου λείψει! Όσο για το εξής
αρχαίο χωρίο που χρησιμοποιεί ως τίτλο, καλό θα ήταν αν δήλωνε ότι ανήκει στον
Πίνδαρο (Ν.7.105): Ταυτά δε τρις τετράκι τ’ αμπολείν / απορία τελέθει. Προσωπικά εμπιστεύομαι και
τη δίολη ή δίπουρκη και την τρίολη καλλιέργεια της γης (και της σκέψης), ακόμα
και το απλό νιατίν και την καλουρκάν, φτάνει να είναι «βαθκιά». Όντως, όμως, τα
πολλά λόγια έν’ φτώσεια!
Κ.
Γιαγκουλλής
(Δημοσιεύτηκε
στον Πολίτη, στις 01/05/2012)